"Περήφανες φωνές" Λογοτεχνικό Αφιέρωμα της ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ με αφορμή το Pride (14/6/2025).
Το Pride γεννήθηκε από την αντίσταση — όταν, το 1969, μέλη της lgbtq κοινότητας, τρανς γυναίκες, μαύρες και λατίνες θηλυκότητες στάθηκαν απέναντι στην αστυνομική βία. Ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall, ξεκίνησε ο παγκόσμιος αγώνας. Από τότε, η υπερηφάνεια δεν είναι μόνο γιορτή, είναι φωνή, μνήμη και διεκδίκηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτό το πνεύμα τα μέλη του δικτύου Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ μοιράζονται ιστορίες — αληθινές ή μυθοπλαστικές — που αγγίζουν ζητήματα ταυτότητας, σώματος, επιθυμίας, κοινότητας, αλληλεγγύης, ή ό,τι άλλο συνδέεται με την έννοια της περηφάνειας ως πράξη θηλυκότητας και αντίστασης.
Επιμέλεια αφιερώματος, Ελένη Γούλα
Φαινόταν το μισό. Το υπόλοιπο κρυβόταν κάτω από το ύφασμα της κοντομάνικης μπλούζας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προπόνησης, το σχήμα του προσαρμοζόταν στις κινήσεις των μυών. Φούσκωνε και ξεφούσκωνε ανάλογα με την πίεση, την προσπάθεια του σώματος να δυναμώσει. Ο ιδρώτας, έτσι όπως εξατμιζόταν από το δέρμα, έδινε στο σχέδιο μια ανάγλυφη υφή. Με είχε μαγέψει. Σε κάθε μου κίνηση έστρεφα το κεφάλι προς την κατεύθυνση της κοπέλας με το κοντό μαλλί και το τατουάζ που ξεπρόβαλλε μέσα από το μανίκι και επεκτεινόταν σε όλο το μήκος του χεριού της, από τον ώμο μέχρι τον καρπό.
Κάθισα στον πάγκο του αποδυτηρίου περιμένοντας στωικά, όπως κάθε μέρα, να τελειώσουν όλες και να φύγουν. Η κοπέλα στάθηκε δίπλα μου και έβγαλε τη μπλούζα της. Το λουλούδι εμφανίστηκε με όλη του τη μεγαλοπρέπεια από την ωμοπλάτη, στα πλευρά, μέχρι τη μέση. Το άρωμά του πλημμύρισε το δωμάτιο. Απομάκρυνα το βλέμμα μου διακριτικά και χωρίς να μπορώ να το ελέγξω, αυτό κατευθύνθηκε στον απέναντι καθρέφτη, ώσπου η γυμνή πλάτη καλύφτηκε από το πουκάμισο. “Πολύ ωραίο το tattoo σου”, της είπα σιγανά, αποφεύγοντας να την κοιτάξω κατάματα. “Σε ευχαριστώ πολύ”, μου απάντησε βάζοντας τα ρούχα της στο σακίδιο. “Τι λουλούδι είναι; Ξέρεις ή το έκανες τυχαία;” Γέλασε. “Δεν κάνω τίποτα τυχαία, πίστεψέ με. Είναι χρυσάνθεμο”. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. “Πού το έκανες; Με ενδιαφέρει κι εμένα.” Με κοίταξε λίγο πιο προσεκτικά και στάθηκε μπροστά μου. “Είναι ένας φίλος στα Εξάρχεια. Έχει έναν δικό του χώρο. Αν μου δώσεις το κινητό σου, θα σου στείλω το τηλέφωνό του για να τα πείτε.” Το νούμερο αναβόσβησε στα εισερχόμενα μηνύματα και η κοπέλα άνοιξε την πόρτα. “Ξέρεις…” τραύλισα “νιώθω άβολα να πάω μόνη μου. Μου αρέσει η ιδέα, αλλά να, φοβάμαι”. Με κοίταξε με τέτοια έκπληξη που ένιωσα τα πόδια μου να τρέμουν από ντροπή. Το πρόσωπό μου φλογίστηκε. “Συγνώμη, δεν…” ψέλλισα κυριολεκτικά μέσα από τα δόντια μου και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου για να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. “Θέλεις να πάμε μαζί;” Άλλαξε χροιά η φωνή της.
Ο γάμος μου με τον Στάθη ήταν χωρισμένος σε δύο περιόδους. Πριν και μετά το παιδί. Στην αρχή υπήρχε μια ζεστασιά, μια γλυκιά προσμονή για αυτό που θα δημιουργούσαμε μαζί. Ο έρωτάς μας ήταν τρυφερός. Μια αίσθηση ότι προσπαθούσαμε για κάτι σημαντικό. Στη συνέχεια άρχισαν τα ερωτηματικά. Οι φίλες μου μιλούσαν για τους απανωτούς οργασμούς, το συναίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης. Αναρωτιόμουν. Οι περιγραφές τους δεν ταίριαζαν απόλυτα με τη μέχρι τότε δική μου εμπειρία. “Μήπως φταίω εγώ;” Στην εγκυμοσύνη ταλαιπωρήθηκα. Πάρα πολλά κιλά, αυξημένη πίεση, αποκόλληση στον πέμπτο μήνα. Ο Στάθης με κοιτούσε για μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλά πριν αποστρέψει το βλέμμα. Τα βράδια πνιγόμουν στο λίπος μου. Το χαλαρωμένο δέρμα μου μεταμορφωνόταν σε θηλιά. Χέρια, πόδια πρησμένα, και μια μόνιμη ανάγκη: Πείνα. Όλη μου η ύπαρξη είχε επικεντρωθεί στο στόμα. Σαγόνι, δόντια, γλώσσα, μία ασταμάτητη κίνηση. Μία μάταιη προσπάθεια να νιώσω χορτάτη. Οι τροφές είχαν χάσει τη γεύση τους. Η μια μπουκιά συναγωνίζονταν την άλλη. Το ψυγείο έγινε το υπέρτατο καταφύγιο μου. Τα ντουλάπια και τα συρτάρια παρέμεναν ανοιχτά. Το κενό μονίμως άδειο. Όσο πιο πολύ πάσχιζα να το γεμίσω, τόσο πιο πολύ άδειαζε. Ο Στάθης σταμάτησε να δείχνει ξεκάθαρα πλέον το ενδιαφέρον του για μένα. Ξεκρέμασα τον μεγάλο καθρέφτη και παρατήρησα τη διχρωμία στον τοίχο που ο όγκος μου ήταν αρκετός για να καλύψει δύο φορές. Δεν ήμουν εγώ αυτή. Το διαζύγιο βγήκε συναινετικό. Ξεκίνησα διατροφή και μόνο επειδή με έσυραν οι φίλες μου, πέρασα την πόρτα του γυμναστηρίου. Τα κιλά άρχισαν να μειώνονται αισθητά, παράλληλα όμως μειώθηκε και η ελπίδα που είχα για μια καλύτερη ερωτική ζωή. Οι διάφορες δοκιμές που έκανα κυμαίνονταν μεταξύ του “μέτριου” και του “καλούτσικα”. Μέχρι εκεί. Αναρωτήθηκα ξανά μήπως τελικά φταίει το σώμα μου. Έτσι κι αλλιώς ακόμα κι αδύνατο ήταν ασύμμετρο και απωθητικό. Απέφευγα να το αντικρίζω ή να το εκθέτω σε κοινή θέα. Ήταν άραγε μια εκ γενετής δυσλειτουργία ή μία ψυχολογική ανικανότητα; Μήπως χρειαζόμουν κάτι διαφορετικό;
Με το που είδα το στούντιο στο βάθος της αυλής, ένιωσα άβολα. Εκείνη χάζευε τις εικόνες που κρέμονταν στον τοίχο, καθώς εγώ ξεφύλλιζα τα άλμπουμ νευρικά για να βρω το σχέδιο που θα αποτυπωνόταν χαμηλά στο μπράτσο. “Είσαι έτοιμη;” ρώτησε ο νεαρός με το ράστα μαλλί, ενώ ετοίμαζε τη βελόνα. “Μάλλον. Νομίζω ότι βρήκα κάτι”, έλεγξα τα δύο σχέδια που είχα ξεχωρίσει. “Το μανίκι σου είναι στενό. Καλύτερα να βγάλεις τη μπλούζα”, μου έκανε νόημα να πλησιάσω. Πάγωσα. “Δεν γίνεται να το σηκώσω λίγο; Εννοώ στο μπράτσο θα το χτυπήσουμε…”, “Θέλεις να κάτσω μαζί σου;” προσπάθησε εκείνη να με καθησυχάσει. Σε πολύ λίγο, όλη τους η προσοχή θα ήταν στραμμένη στη γυμνή μου πλάτη. Ήταν αδύνατον να συνεχίσω. Βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο, ενώ εκείνη με κοίταξε με έκπληξη για άλλη μία φορά. “Έλα, πάμε να κάτσουμε”, μου έδειξε τα σκαλάκια στον πεζόδρομο. Άπλωσε τον καπνό στο χαρτάκι του τσιγάρου. “Θέλεις;” Μου πρόσφερε. Έγνεψα αρνητικά. “Σε φοβίζει η διαδικασία;” “Όχι πολύ, δεν… μακάρι να γινόταν πάνω απ’ τα ρούχα”, συνέχισα κομπιάζοντας. “Πώς κι επέλεξες το χρυσάνθεμο;” τη ρώτησα. “Εσύ τι θα διάλεγες, αν τελικά έβρισκες το θάρρος να το χτυπήσεις και δεν φεύγαμε άρον άρον από τον tattoo artist;” συνέχισε χαμογελώντας. “Τι σημασία έχει; Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει περίπτωση πλέον να χαράξω ένα λουλούδι στο δέρμα”. “Δεν το ξέρεις…”, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο.
Είχε καταλάβει τον δισταγμό μου. Πόσο δύσκολο ήταν για μένα να εκθέσω το γυμνό μου σώμα. Να συμβιβαστώ με την αποκρουστική του εικόνα. Μου ψιθύρισε: “Γι αυτό δεν αλλάζεις ποτέ στα αποδυτήρια;” Αναστέναξα. “Κρίμα…”, συμπλήρωσε σοβαρά.
Τα μάτια μου είναι κλειστά. Συνειδητοποιώ ότι δεν έχω καμία ευκρινή εικόνα για το δωμάτιο στο οποίο βρίσκομαι. Αισθάνομαι το κρουστό σεντόνι στη κοιλιά μου και τη μύτη του μαρκαδόρου να διατρέχει το σώμα μου. Από τα πέλματα μέχρι την άκρη του λαιμού. Ακανόνιστες γραμμές διαμορφώνουν αυθαίρετες διαδρομές ανάμεσα στις πτυχές του δέρματος. Παράξενα σχήματα περικυκλώνουν και αναδιαμορφώνουν πληγές και σημάδια. Δεν μιλάει, ούτε μ’ αγγίζει. Έχει μετουσιωθεί ολόκληρη σε μαύρο μελάνι. Μεταμορφώνει το κορμί μου σε έργο τέχνης. Πέταλα ξεκολλούν από το στέρνο και μίσχοι ξεπροβάλλουν πίσω από το γόνατο. Συμπληρώνει την τελευταία λεπτομέρεια και απομακρύνεται. Νιώθω το βλέμμα της να περιεργάζεται το τεράστιο σχέδιο. “Το χρυσάνθεμο”, σπάει τη σιωπή της, “είναι φως. Η βεβαιότητα πως όλα θα πάνε καλά”. Με πλησιάζει. Η ματιά της αποπνέει μία ζεστασιά. Δεν με ενοχλεί που με κοιτάζει. Χαϊδεύει τους γοφούς μου. Ποτέ μου δεν μπορούσα να φανταστώ τις εκρήξεις τρυφερότητας που θα ένιωθα για τις ατέλειες του κορμιού μου, του κορμιού της. “Ξέρεις, πολλές γυναίκες δεν το καταλαβαίνουν αμέσως”, με σηκώνει από το κρεββάτι, “χρειάζονται χρόνια για να δραπετεύσουν”, με τραβάει στον καθρέφτη, “και να αποδεχτούν όλες τους τις πτυχές”. Με φιλάει. Μία τεράστια ορχιδέα ξεφυτρώνει από τον αφαλό μου. Πάλλεται σε κάθε κορύφωσή μας. Δεν αναρωτιέμαι πλέον.
Πρώτη δημοσίευση
Η Όλγα Μπακοπούλου είναι συγγραφέας, σεναριογράφος και φωτογράφος. Έχει γράψει μυθιστορήματα, σενάρια και διηγήματα. Είναι μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδας και του δικτύου Η Φωνή Της. Φωτογραφίες της έχουν διακριθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει συμμετάσχει σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις. Είναι ιδρυτικό μέλος της οπτικοακουστικής εταιρείας PHOTOLEXI.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου