Φύλο και μόδα, της Μαρίας Γκασούκα, Επίτιμη Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου


 ΑΦΙΕΡΩΜΑ στη Μαρία Γκασούκα, μέρος πέμπτο: "Φύλο και μόδα"

"...για πολλές/ούς η ενδυμασία συνιστά πλήρη οπτική γλώσσα με διακριτό λεξιλόγιο, ενώ για άλλες/ους μάλλον προσομοιάζει περισσότερο με τη μουσική ή την ποίηση, όπου η απόδοση σαφών εννοιών εξαρτάται από το συναίσθημα και τη διάθεση. [...] Εκτός από την περίπτωση των στολών, συνήθως προτείνει και υπονοεί πολύ περισσότερα από ό,τι δηλώνει, με αποτέλεσμα να προσεγγίζει περισσότερο τη μουσική παρά τη δηλωτική ομιλία."

Οι φεμινιστικές θεωρίες συνέβαλλαν ήδη από τη δεκαετία του ΄70 στον προσδιορισμό και την ανάδειξη της έμφυλης ανισότητας, του τρόπου κατασκευής των ταυτοτήτων, καθώς επίσης και στο πώς πολιτικά και πολιτισμικά διαμορφώνεται η κατανομή της δύναμης και της εξουσίας στην κοινωνία. Η αναλυτική κατηγορία Φύλο (Gender) συνέτεινε στην παραδοχή πως ο προσδιορισμός ενός ατόμου ως αρσενικού ή θηλυκού βασίζεται σε συγκεκριμένα πολιτισμικά κριτήρια και πως ένα σύνολο δομικών, λειτουργικών και συμπεριφοριστικών διαφορών χαρακτηρίζει την αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Στο πλαίσιο αυτό η έμφυλη συμβολική τάξη αναδεικνύεται ως ανδροκεντρική, γεγονός που απηχείται στη γλώσσα και τον πολιτισμό με τέτοιο τρόπο ώστε, αφενός οι άνδρες να θεωρούνται πιο σημαντικοί από τις γυναίκες, η άποψή τους για τον κόσμο και την κοινωνία περισσότερο αξιόπιστη και με διευρυμένο κύρος, αφετέρου οι γυναίκες να περιορίζονται στο ρόλο των «άλλων». Ακόμα το Φύλο επέτρεψε από νωρίς τη διερεύνηση σημαντικών προβλημάτων, ειδικότερα στο πλαίσιο των πολιτισμικών σπουδών, όπως είναι για παράδειγμα η αποκάλυψη των γυναικείων κόσμων και φωνών, που βρίσκονται στο περιθώριο των διαφόρων θεωριών. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο έγινε εμφανές ότι οι ιδεολογίες, τα συστήματα αξιών και πεποιθήσεων, τα σύμβολα και οι κοινωνικές  δομές που συνδέονται με τα κοινωνικά φύλα, δηλαδή τους άνδρες και τις γυναίκες, διαφέρουν σημαντικά από πολιτισμό σε πολιτισμό, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την ιστορική, κοινωνιολογική, λογοτεχνική, ανθρωπολογική και φυσικά λαογραφική ανάλυσή τους,  μέσω των σχετικών ερευνών. Διερευνώντας όμως στην ουσία τους τις ταυτότητες και τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων, στην πραγματικότητα εξετάζουμε το πώς οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, βιώνουν τη ζωή τους σε συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια. Υπάρχει βέβαια  μια τεράστια γκάμα τρόπων αυτής της βίωσης και δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε το παρελθόν μέσα από γενικεύσεις. Οι σημασίες που συνδέονται με τα φύλα, συσχετιζόμενες, διαμορφώνουν τελικά μιαν αντίληψη για τον κόσμο, παράγουν ιδεολογία, γεγονός που συνεπάγεται με τη σειρά του -έστω και ελάχιστη- ταξινόμηση των φαινομένων και των σημασιών που εξασφαλίζουν την έμφυλη τάξη πραγμάτων σαν συμβολική τάξη. Τέλος η αντίληψη του Φύλου ως πολιτισμικής κατασκευής επέτρεψε στις/στους επιστήμονες να κατανοήσουν ότι οι έμφυλοι ρόλοι ή και οι έμφυλες ταυτότητες αποτελούν οι ίδιοι/ες παραδοσιακές μορφές εκφραστικής επικοινωνίας. Αποτελούν δηλαδή κοινωνικές, αισθητικές κ.ά. ολοκληρώσεις, γεγονός που τις τοποθετεί στο κέντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Και φυσικά δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως η νέα αυτή- βαθιά πολιτική και δημοκρατική- επιστημονική διάσταση οφείλεται στην ύπαρξη και την ανάπτυξη των διαφόρων μαχητικών φεμινιστικών κινημάτων και των εκπροσώπων τους στον ακαδημαϊκό χώρο.

 

Στην Κοινωνική Λαογραφία η αναλυτική κατηγορία «Φύλο» είναι δυνατόν αφενός να αποδομήσει πατριαρχικές υποθέσεις για την παρουσία ή τους ρόλους των γυναικών στο πλαίσιο του λαϊκού πολιτισμού και των παραδοσιακών κοινοτήτων, αλλά και τους τρόπους και τις διαδικασίες συγκρότησης της "γυναικείας ταυτότητας" σε σχέση και με τα οικονομικά, κοινωνικά ή ηλικιακά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα οι φεμινίστριες αντιπαραθέτουν στη μελέτη της κοινότητας γενικά, τη μελέτη του ατόμου μέσα στην κοινότητα, γεγονός που επιτρέπει να γίνουν κατανοητά τα κίνητρα και οι προσδοκίες τόσο των γυναικών όσο και των ανδρών. Έτσι έγινε δυνατό-χάρη σε επιστήμονες όπως η Lyn Lofland για παράδειγμα- να αναδειχθούν και να επανασημασιοδοτηθούν οι δραστηριότητες των γυναικών και αυτό στο πλαίσιο άσκησης κριτικής, και μάλιστα αυστηρής, στην ανδροκεντρική παράδοση των μελετών και ερευνών που αφορούν στις παραδοσιακές κοινωνίες. Τις τελευταίες δεκαετίες επιχειρείται ένας θεωρητικός επαναπροσανατολισμός της έρευνας και της μελέτης του λαϊκού πολιτισμού, για την υπέρβαση του ανδροκεντρισμού που, σε ένα βαθμό, τις διακρίνει. Γίνεται κυρίως μέσω της επανεξέτασης των αναπαραστάσεων, των συμβόλων, των σημασιοδοτήσεων, αλλά και των συμπεριφορών και των κοινωνικών προσδοκιών και απαιτήσεων, οι οποίες συνδέονται με τα κοινωνικά φύλα, τους άνδρες και τις γυναίκες. Επαναξιολογούνται οι παραδοσιακές κατηγορίες και καθιερώνονται ευέλικτα σχετικά υποδείγματα, που αφορούν τόσο στις παραδοσιακές πρακτικές (λ.χ. η μαγεία σαν θηλυκή ομιλία και ως πολιτισμικό κεφάλαιο των γυναικών ή η έμφυλη διάσταση της αφήγησης) όσο και σε σύγχρονα πεδία εξαιρετικού ερευνητικού ενδιαφέροντος, όπως είναι η έμφυλη επιτόπια έρευνα, το θηλυκό σώμα ως φορέας σημασιών, νοημάτων, ελέγχου, απαγορεύσεων μολύνσεων κ.λπ. ή η έμφυλη λαογραφική διάσταση της μόδας και του κόσμου της κ.ά. Η χρήση του φύλου (gender) ως αναλυτικής κατηγορίας αναδεικνύει νέους τρόπους προσέγγισης των ρόλων των γυναικών των παραδοσιακών κοινοτήτων και του συνόλου των λαϊκών ομάδων (folk groups) ευρύτερα,  αναδεικνύει όμως ταυτόχρονα και τους ρόλους των ανδρών, καθώς εστιάζει στις μεταξύ τους σχέσεις και αλληλοεπιδράσεις. Κατά συνέπεια η οπτική του φύλου, τα εναλλακτικά και συχνά αντιπολιτευτικά υποδείγματα που διαμορφώνει, ανανεώνουν, εμπλουτίζουν και διευρύνουν τη γνώση για τον λαϊκό πολιτισμό και την παράδοση

 

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά στη λαογραφική προσέγγιση της μόδας και του κόσμου της-θέμα ενδιαφέρον, καινοτόμο και εν πολλοίς άγνωστο έως πρόσφατα στη χώρα μας- εντοπίζονται ενδιαφέρουσες μελέτες, συχνά ιδιαίτερα γοητευτικές. Χαρακτηριστική είναι η διερεύνηση της σχέσης της μόδας και των παραμυθιών. Το ένδυμα, ως γνωστόν, παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή και στην εξέλιξη πολλών λαϊκών παραμυθιών, συνδεόμενο με ζητήματα ταυτότητας, αυτοπροσδιορισμού, μεταμφιέσεων, ενώ συχνά προσδίδει στην/στον ηρωίδα/α ισχύ, με μαγικό τρόπο.  Αυτό συμβαίνει για παράδειγμα σε παραμύθια των αδελφών Grimm, όπως η Σταχτοπούτα, Χιονάτη, η Ωραία Κοιμωμένη κ.ά. στο πλαίσιο των οποίων τονίζεται και προβάλλεται η ατομική ταυτότητα, προσφέρεται  μαγική δύναμη στην/στον ηρωίδα/α, αλλά και κάποτε τιμωρία (με την ενεργοποίηση λ.χ. μιας κατάρας) ή και  θάνατος. Ταυτόχρονα το ένδυμα στα παραμύθια συμβάλλει στην ανάδειξη της διαιώνισης του ιδανικού της γυναικείας ομορφιάς, το οποίο αποτελεί κανονιστικό μέσο κοινωνικού ελέγχου, που έχει παρατηρηθεί ότι εντείνεται, στο βαθμό που οι γυναίκες διεκδικούν μορφές κοινωνικής καταξίωσης και χειραφέτησης. Είναι ευρέως γνωστό πως σχεδιαστές/τριες μόδας, όπως και κινηματογραφιστές/τριες, άντλησαν την έμπνευσή τους από τον κόσμο των παραμυθιών, με πιο πρόσφατη την παρουσίαση των συλλογών διαφόρων οίκων μόδας, του τέλους του 2011 και του 2012, που το θέμα τους είναι εμπνευσμένο από τα παραμύθια των Grimm. Επίσης στις προαναφερόμενες μελέτες  εξετάζεται η αλληλεπίδραση υψηλής μόδας  και κινηματογράφου, καθώς ο τελευταίος αξιοποιεί στις μεταφορές των παραμυθιών στη μεγάλη οθόνη την υψηλή μόδα ή εμπνέεται από αυτήν. Ερευνάται τέλος και η  αλληλεπίδραση της μόδας με άλλες μορφές τέχνης, όπως το μπαλέτο και περισσότερο η φωτογραφία,  όπου το ένδυμα παίζει βασικό ρόλο στην αφήγηση της εικόνας.

  

Η μόδα, που η επίδρασή της αναγνωρίζεται μέσω του γνωστού κλισέ (cliché): «είστε αυτό που φοράτε», προσφέρει φυσικά πλούσια σειρά ενδυματολογικών επιλογών. Παράλληλα όμως αποκαλύπτει τους πολλαπλούς, καθώς και απροσδόκητους τρόπους, δια των οποίων η ένδυση αποτελεί μέρος των απτών, υλικών, αλλά και περίπλοκων και συμβολικών διαδικασιών της διαμόρφωσης του Εαυτού, της ταυτότητας, του σώματος και των κοινωνικών σχέσεων (Adelman, 2008). Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η ενδυμασία συνδέεται ευθέως  με αντιλήψεις, πεποιθήσεις, το σύνολο δηλαδή του κυρίαρχου κάθε φορά κοινωνικού συστήματος αξιών και πως  η δημόσια και άμεσα ορατή φύση της την καθιστά ιδανικό πεδίο για τη μελέτη αυτού του συνδέσμου μεταξύ αξιών και ενδύματος. Το ύφος λ.χ. στην ενδυμασία είναι συνδυασμός προσωπικής έκφρασης και κοινωνικών κανόνων και αυτό η μόδα το λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη στις προτάσεις της. Επηρεάζεται από τις κυρίαρχες αξίες, την κοινωνική στάση, την κοινωνικοοικονομική θέση, το στάδιο ζωής κάποιου/ας και από τις περιστάσεις εντός των οποίων θα θελήσει να βεβαιώσει την παρουσία του/της  Επικοινωνεί δηλαδή συμβολικά το πώς ένα άτομο επιθυμεί και  επιδιώκει να εμφανιστεί στην κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εκτός των ανωτέρω, η ένδυση και η μόδα της, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αντανακλά τον βαθιά  ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Αρκεί μόνο να αναλογιστούμε την τεράστια διαφορά κόστους κτήσης των «επώνυμων» ρούχων από τα φτηνά αντίγραφά τους. Επίσης η ένδυση αναδεικνύει όψεις της εξουσίας και της δύναμης, ενώ τονίζει  το αρσενικό κύρος.

 

Το λαογραφικό ενδιαφέρον για την ένδυση και τη μόδα έχει στενή σχέση και με το γεγονός πως για πολλές/ούς η ενδυμασία συνιστά πλήρη οπτική γλώσσα με διακριτό λεξιλόγιο, ενώ για άλλες/ους μάλλον προσομοιάζει περισσότερο με τη μουσική ή την ποίηση, όπου η απόδοση σαφών εννοιών εξαρτάται από το συναίσθημα και τη διάθεση. Ο κώδικας της γλώσσας αυτής χρησιμοποιεί  οπτικά και απτικά σύμβολα του πολιτισμού, το κάνει όμως υπαινικτικά, διφορούμενα, έτσι ώστε οι απορρέουσες έννοιες, από τα βασικά στοιχεία του κώδικα (ύφασμα, χρώμα, σχήμα, όγκος και περίγραμμα) να είναι πάντοτε ρευστές. Ωστόσο θα ήταν λάθος να σκεφτεί κάποιος/α τον κώδικα ένδυσης ως το ισομορφικό ισοδύναμο της γλώσσας. Ο κώδικας ένδυσης είναι πιο ασαφής και απροσδιόριστος σημειολογικά. Εκτός από την περίπτωση των στολών, συνήθως προτείνει και υπονοεί πολύ περισσότερα από ό,τι δηλώνει, με αποτέλεσμα να προσεγγίζει περισσότερο τη μουσική παρά τη δηλωτική ομιλία. Η Hollander διατείνεται ότι ακόμη και η γυμνότητα είναι μορφή ενδυμασίας και ότι τα ρούχα έχουν την ίδια διαλεκτική σχέση με το σώμα, όπως η γλώσσα με την καθαρή σκέψη. Με την επιλογή ενδυμάτων δεν αναμένεται να γίνει αντιληπτό το σύνολο των κανόνων που κωδικοποιούνται από την συγκεκριμένη επιλογή. Η αμφισημία του κώδικα ένδυσης οφείλεται στην προσωρινή, ιδιότροπη φύση της μόδας.  Από την άλλη ο κώδικας επηρεάζεται σημαντικά από το πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα, καθώς τα μηνύματά του εξαρτώνται από την ταυτότητα, την περίσταση, τον τόπο και ακόμα και την διάθεση. Παράλληλα διαφορετικές αξίες συνδέονται με τους κώδικες ένδυσης σε διαφορετικούς χρόνους. Για παράδειγμα τα μακριά μαλλιά των αρσενικών Hippies ή των beatniks, για τους ίδιους συμβόλιζαν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους από το πολιτισμικά κατασκευασμένο κοινωνικό φύλο τους, ενώ οι συμβατικότεροι/ες σύγχρονοί/ές τους, τα ερμήνευαν ως διαστροφή των έμφυλων κανόνων και προσπάθεια συγκάλυψης της οκνηρίας τους. Το βέβαιο είναι πάντως πως η ιδέα ότι τα ρούχα αποτελούν γλώσσα είναι βασικής σημασίας για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της μόδας, γι’ αυτό προωθείται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και τα «γυναικεία» περιοδικά.   

 

Το ένδυμα και η μόδα έγιναν, μεταξύ των άλλων, τον  τελευταίο καιρό αντικείμενο ανάλυσης στο πλαίσιο των έμφυλων πολιτισμικών (όπως και των κοινωνικών άλλωστε) σπουδών, μεταξύ των οποίων και της Λαογραφίας. των Φύλων. Αναγνωρίζεται πως αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες διαμόρφωσης έμφυλης ταυτότητας, αλλά και μέρος των κοινωνικών διαδικασιών της διάκρισης, δηλαδή της αναπαραγωγής των ιεραρχιών θέσης, δύναμης  και γοήτρου, στο πλαίσιο μιας κοινωνίας διακρίσεων και ιεραρχιών, με εξέχουσες αυτές της κοινωνικής τάξης και του κοινωνικού φύλου. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το πώς τα ενδύματα προσεγγίζονται ως προσαρμοστικές στρατηγικές, που χρησιμοποιούνται από τα άτομα, όταν συμμετέχουν στις συλλογικές κοινωνικές εμπειρίες, όπως και ως άμεσες εκδηλώσεις της αλληλεπίδρασης των ατόμων με την κοινωνία, γεγονός που εξηγεί και το αυξημένο λαογραφικό, ερευνητικό ενδιαφέρον. Εύστοχα επισημαίνεται ότι η έμφυλη διάσταση της μόδας αποτελεί και οικονομική διεργασία, επειδή η ενδυμασία είναι δημόσια επίδειξη οικονομικής ισχύος. H σχέση μόδας και κοινωνικού φύλου, της οποίας δεν πρέπει να μας διαφεύγει και η έντονη ταξική της διάσταση, αλλάζει από τον ένα πολιτισμό στον άλλο και από εποχή σε εποχή. Τα ενδύματα εμποτίζονται από αυτή την αλλαγή, μεταβάλλοντας και τον κώδικα της γλώσσας της ενδυμασίας, με τη χρήση του οποίου τα άτομα κατασκευάζουν το κοινωνικό τους φύλο (και επιβεβαιώνουν την ταξική τους ταυτότητα άλλωστε) και το διαβιβάζουν στους/στις άλλους/ες. Μέσω των ενδυμάτων αναδεικνύονται τόσο οι ταξικές ταυτότητες όσο και οι ταυτότητες κοινωνικού φύλου και οι εντάσσεις που τις περιβάλλουν. Έτσι σε προηγούμενες δεκαετίες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική νέες γυναίκες της εργατικής τάξης χρησιμοποιούν τα τζιν, τα κουρέματα punk και rock, τις χρυσές αλυσίδες στον αστράγαλο, για να εναντιωθούν στην επιβαλλόμενη αστική οπτική αισθητική, ενώ φεμινίστριες καίνε συμβολικά τους στηθόδεσμούς τους και φορούν παντελόνια, καταγγέλλοντας μια αρσενικά «κατασκευασμένη» θηλυκότητα. Κατά συνέπεια δεν είναι τυχαία η σύνδεση της εντυπωσιακής διαφοράς που είναι εμφανής στο ντύσιμο μεταξύ των γυναικών και των ανδρών με τους κοινωνικούς ρόλους των φύλων της κάθε εποχής. Για πολλά χρόνια λ.χ. το να είναι μία γυναίκα «στη μόδα», σήμαινε πως μπορούσε να καταναλώνει χωρίς να είναι υποχρεωμένη να παράγει, δηλαδή να εργάζεται. Αυτό είχε ως συνέπεια το αυξημένο κοινωνικό κύρος των αρσενικών μελών της οικογένειάς της (πατέρας, αδερφός, σύζυγος). Το γεγονός αντανακλούσε την οικονομική διαφοροποίηση μεταξύ των φύλων και την εξάρτηση των γυναικών, που περιορίζονται, άεργες αυτές, στο να   ενισχύουν την κοινωνικοοικονομική θέση των ανδρών και κυρίως του συζύγου, αλλάζοντας το περιεχόμενο της ντουλάπας τους ανάλογα με τις επιταγές της μόδας κάθε εποχής. Ταυτόχρονα η γυναικεία αμφίεση με τα ψηλά τακούνια, τα μακριά μαλλιά, τα σφιχτά μανίκια και ιδίως τον κορσέ, ο οποίος ακρωτηρίαζε ουσιαστικά το θηλυκό σώμα, αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, στη μείωση της ευκινησίας των γυναικών, καθιστώντας τες μόνιμα ακατάλληλες για να εργαστούν, κι έτσι μαζί με τη χρηματική ευρωστία αναδεικνύονταν και η ανδρική σωματική ρώμη. Με δυο λόγια, από πολύ νωρίς, από τον 19ο αιώνα λ.χ., η ανδρική ενδυμασία ήταν προορισμένη για την δημόσια σφαίρα, ενώ η γυναικεία για την ιδιωτική. Αυτό άρχισε να υποχωρεί βαθμιαία από τις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς οι γυναίκες αναλαμβάνουν πια περισσότερους ρόλους στη δημόσια σφαίρα της ζωής. Ωστόσο και στη σύγχρονη εποχή οι γυναίκες κοινωνικοποιούνται με τρόπο που να θέτουν ψηλά στις προτεραιότητές τους την κοινωνική λειτουργία της ένδυσης και της μόδας, γεγονός που δείχνει ότι, τουλάχιστον στον πολιτισμό μας, διαθέτουν ισχυρότερη σύνδεση με τη μόδα και τις επιταγές της  και υψηλότερο βαθμό συνειδητοποίησης των λειτουργιών της από ότι οι άνδρες.

 

Γεννιέται συνεπώς εύλογα το ερώτημα: Γιατί  οι άνδρες  δε συμμετέχουν στη μόδα στο ίδιο εύρος και με το ίδιο πάθος όπως οι γυναίκες; Η εξήγηση που δίνεται είναι ότι η αξιολόγηση των ανδρών καθορίζεται πολύ λιγότερο από την ενδυμασία και την εξωτερική τους εμφάνιση σε σχέση με  την κοινωνική τους θέση και το ανάλογο κύρος. Το να ακολουθούν πιστά τις απαιτήσεις της συνεχώς μεταλλασσόμενης μόδας δε συνάδει με βασικά χαρακτηριστικά της αρρενωπότητας, αφού τους εμφανίζει να σύρονται υποταγμένοι από εξωτερικές δυνάμεις. Ήδη από τον 18ο αιώνα συντελείται η «μεγάλη αρσενική εγκατάλειψη» της μόδας. Ενώ  οι γυναίκες τελειοποιούν μέσω της ενδυμασίας τους τρόπους κοινωνικής, οικονομικής, ερωτικής έκθεσης, το ανδρικό ένδυμα διακοσμείται όλο και πιο λίγο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τον 19ο αιώνα παραμένουν μεν σημαντικές έμφυλες ανισότητες, παράλληλα όμως η πτώση της αριστοκρατίας συνέτεινε στην ηθική αναβάθμιση της αξίας της εργασίας κι έτσι η πολυποίκιλη ανδρική ενδυμασία των προηγούμενων αιώνων έγινε σύμβολο κοινωνικής διαφθοράς. Οι άνδρες εγκατέλειψαν την αξίωση τους να θεωρούνται όμορφοι και εφεξής στοχεύουν να είναι μόνο χρήσιμοι. Υιοθετούν, υπό το φως της γαλλικής επανάστασης, ως «ανδρικές» αξίες  τη σκληρή εργασία και τη δημοκρατικότητα. Έκτοτε η κοινωνική αλληλεπίδραση των ανδρών λόγω της εργασίας τους καθόρισε τις ενδυματολογικές τους επιλογές. Καθώς η δημόσια σφαίρα σταθεροποιείται και περιορίζει το ανδρικό ένδυμα, κάθε παραλλαγή από τον κανόνα συνεπάγεται σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο. Αναπτύσσεται ο έντονος ανδρικός φόβος της αντίληψης περί «διαφορετικού» από τους γύρω, μαζί με τη γενικευμένη απόρριψη του ναρκισσισμού. Αντίθετα η γυναικεία μόδα, συνεχώς ρέουσα, επιτρέπει πλήθος μορφών εκφραστικότητας και «δικαίωμα λάθους». Αποτέλεσμα των αλλαγών αυτών είναι το ότι οι γυναίκες έχουν πλέον μεγαλύτερη πιθανότητα να δανειστούν το ανδρικό ύφος, χωρίς αυτό να εγείρει θέματα «διαφορετικότητας», ενώ η ανδρόγυνη μόδα που αναπτύσσεται έκτοτε διαθέτει κατά κανόνα περισσότερο αρσενική απόχρωση παρά θηλυκή (Davis,1992).

 

Στο πλαίσιο της λαογραφικής έρευνας και των σύγχρονων αντιλήψεων για τον λαϊκό πολιτισμό και το έμφυλο περιεχόμενό  του διερευνάται  η σχέση κοινωνικού φύλου και μόδας. Όπως γίνεται προφανές, η γλώσσα των ενδυμάτων και οι σχετικοί συμβολισμοί αλλάζουν με το χρόνο και επανερμηνεύονται αδιάκοπα, σε συνάρτηση με τις μεταβαλλόμενες έμφυλες αντιλήψεις, αλλά και το πρόσφατο ενδιαφέρον τόσο της ανθρωπολογίας όσο και της κοινωνικής λαογραφίας για το σώμα. Όπως επισημαίνει η Παπαγαροφάλου, «το σώμα αποτελεί κεντρική αναλυτική κατηγορία στην ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων και προσεγγίζεται ως πολιτισμικά κατασκευασμένο «κείμενο» που γράφεται από όσες/ους το «φέρουν», αλλά και το «βιώνουν». Σήμερα λαογράφοι και ανθρωπολόγοι, μάλιστα οι ενασχολούμενες/οι με τη λειτουργία και τη σημασία των τελετουργιών, αποδίδουν στο σώμα εξέχοντα ρόλο όσον αφορά στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας. Το θεωρούν δε ως αρχικό μέσον παραγωγής και έκφρασης πεποιθήσεων, συμβολικών σχέσεων, εντέλει δε πολιτιστικής γνώσης. Παράλληλα ένας μεγάλος αριθμός μελετών που αφορούν στο Φύλο εστιάζει στις σημασίες του γυναικείου σώματος, στις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που το περιβάλλουν, στις «ρυπάνσεις» που εκκινούν απ' αυτό (λ.χ. μετά τον τοκετό ή κατά τη διάρκεια της εμμηνόρροιας). Διερευνούν στο πεδίο αυτό ενδείξεις για τον τρόπο που οι άνθρωποι τα ταξινομούν όλα αυτά και κτίζουν τον κοινωνικό τους κόσμο. Χαρακτηριστική πάλι η επιβολή του κορσέ στις γυναίκες, που, εκτός των προαναφερομένων, θεωρείται και μέσον οικονομικού ελέγχου και τρόπος δυνάστευσης της συμπεριφοράς τους, με το πρόσχημα της κομψότητας και της ευπρέπειας. Ο θηλυκός εαυτός ανταποκρίνεται με τον τρόπο αυτό στις κοινωνικές πατριαρχικές προσδοκίες και η έμφυλη τάξη πραγμάτων παραμένει σταθερή και απαρασάλευτη. Έτσι ή αλλιώς πάντως το βέβαιο είναι πως η άμεση υλική επαφή και η οικειότητα της ενδυμασίας με το σώμα, καθιστά τον θηλυκό «Εαυτό» ιδιαίτερα εμφανή στην κατασκευή της κοινωνικής ταυτότητας γενικά και του κοινωνικού φύλου ειδικότερα.

 

Τα υλικά που φοριούνται και φέρονται επί του σώματος είναι απτά και με αυτά τα κοινωνικά φύλα, οι άνδρες και οι γυναίκες, δημιουργούν τις «κοινωνικές επαφές», που μεσολαβούν στην ασταθή αλληλεπίδραση μεταξύ σώματος και λοιπού κόσμου. Η ενδυμασία, ως μορφή υλικού πολιτισμού, είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για να εκφράσει τη σχέση μεταξύ των προσωπικών αξιών και αυτών που αποδίδονται στα υλικά αγαθά, λόγω της στενής σχέσης της με τις αντιλήψεις για τον Εαυτό. Οι ορισμοί του κοινωνικού φύλου παίρνουν επίσης διαφορετικές διατυπώσεις μαζί με τη μόδα και αυτό δείχνει την αδιάλειπτη απαίτηση της κοινωνίας να υπάρχουν τα κοινωνικά φύλα. Το ένδυμα δεν είναι μόνον ένα αφηρημένο συμβολικό αντικείμενο, ούτε στατική εικόνα της ταυτότητας του φύλου, αλλά αποτελεί μορφή τεχνικής του σώματος, που εκφράζει  μεγάλη γκάμα από διαθέσεις και τοποθετήσεις για τον Εαυτό και την κοινωνία, καθώς και συνήθειες. Είναι τόσο ισχυρή η σύνδεση μεταξύ ενδύματος και ταυτότητας που για ορισμένους/ες θεωρητικούς, η δεύτερη δεν μπορεί να υπάρξει ξεκομμένη από τα ρούχα που κάποιος/α φοράει, αν και το ένδυμα χρησιμοποιείται εκτός από την δήλωση της ταυτότητας φύλου, και για τη συγκάλυψη. Το «κοινωνικό δέρμα» που διαμορφώνουν τα ενδύματα, μαζί με  τις στάσεις, τις χειρονομίες κ.λπ., διευκολύνει την ένταξη σε μεγαλύτερες ομάδες. Τα ρούχα είναι με δυο λόγια το ορατό, αποσπώμενο δέρμα που εκφράζει φιλοδοξίες, φαντασιώσεις και όνειρα. Φυσικά κι αυτό το λαμβάνει υπόψη της η μόδα και το αξιοποιεί με τον πιο πρόσφορο κάθε φορά τρόπο, ειδικότερα στην περίπτωση των γυναικών. Άλλωστε όλες/οι γνωρίζουμε πως ποτέ δεν έχει κάποιος/α τον πλήρη έλεγχο της εμφάνισής του/της, καθώς αυτή υπαγορεύεται όχι μόνο από τη βιομηχανία της μόδας, αλλά και από άλλα κινήματα έξω από αυτήν και την ευρύτερη αίσθηση του «ανήκειν» κάθε ανθρώπου.

 

Ολοκληρώνοντας αξίζει μια επισήμανση: Το ένδυμα θεωρείται τύπος οπτικού κειμένου, παρόμοιος με τις φωτογραφίες και τις διαφημίσεις. Η ενδυμασία των υποομάδων νεολαίας, διαφορετικών πολιτισμών, διαφόρων φυλών,  ομοφυλοφιλικών κοινοτήτων κ.λπ., η δική τους επιλεγμένη «μόδα», συντελεί στο να κατανοηθεί το πώς εκφράζονται, και μέσω της ένδυσης, οι αξίες των συγκεκριμένων κοινωνικών ταυτοτήτων. Η έμφαση όμως στην απεικόνιση των συγκεκριμένων κωδίκων συχνά καθίσταται επικίνδυνη. Κι αυτό γιατί δεν περιορίζονται μόνο στη διευκόλυνση της κοινωνικής επαφής. Δεν είναι λίγες οι φορές που η «εμφάνιση» δεν γίνεται κατανοητή για τον/την παρατηρητή/τρια και δεν αποτυπώνει πιστά την ταυτότητα και την κοινωνική θέση του/της χρήστη/τριας. Οι τεχνικές απεικόνισης μετατρέπονται τελικά σε κρυπτογραφία  των ηθικών αξιών ενός ατόμου. Έτσι υπάρχει λ.χ. μακραίωνη συσχέτιση μεταξύ γυναικείας ηθικής και θηλυκής ενδυμασίας και οι γυναίκες εξακολουθούν να κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για τον τρόπο που ντύνονται. Πρόκειται για την περίπτωση που η ιδιότητα της ένδυσης να διαμορφώνει την επιφάνεια του σώματος «διαβάζεται» λάθος, σαν κάτι παροδικό ή επιφανειακό, με αποτέλεσμα την απώλεια της κατανόησης του ενδύματος ως «κοινωνικού δέρματος». Μάλιστα καθώς οι δυτικοευρωπαϊκές παραδόσεις τείνουν συχνά να ανιχνεύουν τις ταυτότητες φυλής ή φύλου εντός των φυσιοκρατικών πλαισίων του βιολογικού σώματος, η ενδυμασία  αξιολογείται ηθικά, ανάλογα με τις ισχύουσες κάθε φορά απόψεις περί ηθικής, που στην περίπτωση των γυναικών παραμένουν βαθύτατα πατριαρχικές.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Arvanitidou, Ζ. and Gasouka,M. (2011). Dress, Identity and Cultural Practices. In: The International Journal of the Humanities. Champaign. Illinois. USA. pp 17-25

Carter, A. (1978). Fashion: a Feminist View. Sunday Times Magazine, 1, pp. 50 – 55.

Γκασούκα, Μ. (2008). Κοινωνιολογία του Λαϊκού Πολιτισμού.Τομ.ΙΙ. Το Φύλο κάτω από το Πέπλο. Αθήνα: Ψηφίδα

Γκασούκα, Μ. (2007). «Συστήματα  Φύλου, Σύμβολα και Σώμα»,  στο Βιτσηλάκη Χ., Γκασούκα Μ. και Παπαδόπουλος Γ.(επιμ.),  Φύλο και Πολιτισμός. Αθήνα: Ατραπός. ππ 41-60

Davis, F. (1988). Clothing, Fashion and the Dialectic of Identity. In: Maines, D. & Couch J. (Eds.), Communication and social structure. Springfield: Charles &Thomas.

Davis, F. (1992). Fashion, Culture and Identity. Chicago: University of Chicago Press

Hollander. Α. (1995). Sex and Suits. New York: Kodansha International.

Turner, S. (1980). The Social Skin. In Cherfas, J.& Lewin, R. (eds). Not Work Alone: A Cross-Cultural View of Activities Superfluous to Survival. Beverly Hills: SAGE.

 

   Η Μαρία Γκασούκα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου του Πανεπιστήμιου Αιγαίου και πρώην Αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης-Διευθύντρια του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης. Είναι συγγραφέας είκοσι τριών βιβλίων στο πεδίο του Φύλου και του Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει πλήθος σχετικών επιστημονικών άρθρων στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα Τουρκικά και στα Ισπανικά. Έχει σχεδιάσει, υλοποιήσει και αξιολογήσει σημαντικό αριθμό έμφυλων Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και Κοινοτικών Πρωτοβουλιών. Είναι η συντάκτρια του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2007-2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι η συγγραφέας μαζί με την καθηγήτρια Μαριάνθη Γεωργαλλίδου των «Οδηγών Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας  στα  Δημόσια  Έγγραφα» της Ελλάδας και της Κύπρου. Υπήρξε Πρόεδρος της ομάδας εργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών για τη διαμόρφωση του Σ.Ν. για την Ουσιαστική Ισότητα. Είναι Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Παρατηρητήριου Ισότητας Κύπρου (ΠΙΚ), καθώς και εξωτερική συνεργάτρια του EIGE.  Είναι πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και σήμερα επίτιμο μέλος της. Είναι μέλος της Πρωτοβουλίας κατά των Γυναικοκτονιών  και του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η Φωνή της». 

                                                 

 

Σχόλια