ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ «ΚΩΔΙΚΑ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ»: Η αναζήτηση του ιερού θηλυκού στο δυτικό χριστιανισμό και οι αναπαραστάσεις του, της Μαρίας Γκασούκα, Ομότιμης καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Εισαγωγή
Η αναζήτηση και αποκάλυψη του «ιερού θηλυκού» στο χριστιανισμό, που ταυτίστηκε με τη Μαρία Μαγδαληνή, έγινε γνωστή τα τελευταία χρόνια μέσω αμφισβητούμενων, «εναλλακτικών», ερευνητικών εγχειρημάτων, μεταξύ των πηγών των οποίων εξέχουσα θέση έχουν έθιμα και χριστιανικές παραδόσεις της Δυτικής Μεσογείου, οι οποίες και συνδέθηκαν με σημαντικά ιστορικά γεγονότα (λ.χ. Καθαρή και εσωτερική σταυροφορία, Ναΐτες κ.λπ.). Αναφέρω ενδεικτικά αυτά των Gardner (2006), Starbird (2005), Picknett (2004), αλλά κυρίως της τριάδας Baigent, Leigh and Lincoln (1982), των οποίων τα αμφιλεγόμενα συμπεράσματα συζητήθηκαν ευρέως. Όλοι αυτοί/-ές οι «εναλλακτικοί/-ες» ερευνητές/-τριες επαναδιατυπώνουν την άποψη πως ο Ιησούς ήταν παντρεμένος με τη Μαγδαληνή και μέσω των απόγονων τους διαιώνισαν στην ιστορία την οικογενειακή τους γραμμή, που ονομάστηκε «Δεσποσύνη» (Gardner 2006). Πρόκειται, φυσικά, για εξαιρετικά ενοχλητική για την επίσημη εκκλησία άποψη, η οποία αμφισβητεί τη θεϊκή διάσταση του Ιησού (Thiering, 1992), «αφού, στην περίπτωση αυτή, έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο άνδρα από «σάρκα και αίμα» και όχι τον Υιό του Θεού» (Picknett, 2004:16). Η κορύφωση, όμως, του ενδιαφέροντος συντελέσθηκε με το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Dan Brown The Da Vinci Codes (2003), που τόσο θόρυβο και αντεγκλήσεις προκάλεσε, καθώς ο συγγραφέας δεν περιορίστηκε στη λογοτεχνική του ιδιότητα, αλλά διεκδίκησε και δάφνες ιστορικού.
1. Μια συζήτηση εξαιρετικά παλιά
Ωστόσο, η σχετική συζήτηση έχει ξεκινήσει ήδη από τις πρωτοχριστιανικές κοινότητες και τις παραδόσεις τους (όπως αυτή της «δεσποσύνης» και των «δεσπόσυνων», δηλαδή των «κληρονόμων του Κυρίου») – γι’ αυτό και ο όρος «επαναδιατυπώνουν»- και εμφανίζεται σε μια σειρά πρωτογενών πηγών της Χριστιανικής Γραμματείας, ιδιαίτερα αυτές των Γνωστικών, αλλά και σε περιορισμένες αναφορές στα επίσημα ευαγγέλια. Σε ό,τι αφορά τις πρώτες λ.χ. αξίζει να αναφερθεί πως στο Βρετανικό Μουσείο υπάρχει ένα χειρόγραφο έξι έργων, πιο γνωστό ως «Κώδικας Άσκιου», 178 φύλλων, στα κοπτικά, που καλείται «Τα βιβλία του Σωτήρος». Το δεύτερο από αυτά ονομάζεται «Πίστις-Σοφία» και αποτελεί διάλογο του αναστημένου Ιησού με μαθητές/-τριές του το έτος 44 μ. Χ. Η συζήτηση καταλήγει με τη διαπίστωση του Ιησού: «Εσύ είσαι εκείνη, που η καρδιά της βρίσκεται πιο κοντά στους ουρανούς απ’ ό,τι όλων σου των αδελφών. Η Μαγδαληνή, δηλαδή, εμφανίζεται να είναι εκείνη με τη μεγαλύτερη ενσυναίσθηση για την αθάνατη Σοφία με την οποία ταυτίζεται» (Gardner, 2006:131-132). Ακόμα, στο Ευαγγέλιο του Φιλίππου, που περιλαμβάνεται στα Γνωστικά κείμενα του Ναγκ Χαμαντί και θεωρείται έργο του μαθητή του Ιησού Φιλίππου, αναφέρεται πως «Η σύζυγός του ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς την αγάπησε πολύ [...]», και «Την αγαπούσε περισσότερο από όλους τους άλλους μαθητές και τη φιλούσε συχνά στο στόμα» (Wilson, 1962). Σε ό,τι αφορά τα επίσημα ευαγγέλια, σε δύο τουλάχιστον από αυτά, ταυτίζεται με τη Μαρία την αδελφή της Μάρθας και του Λαζάρου (Κατά Λουκάν Ι΄ 38-42/ Κατά Ιωάννην ΙΑ’ 2, 18). Το βέβαιο είναι πως στα χριστιανικά εκκλησιαστικά κείμενα όλων των τάσεων και ρευμάτων υπάρχει ένα πλήθος αναπαραστάσεων για τη Μαρία Μαγδαληνή. Ειδικότερα για την Ορθόδοξη παράδοση1 από τη μια είναι η γυναίκα που είναι παρούσα σε όλες τις σημαντικές στιγμές του Ιησού, ενισχύει το κίνημά του, ακολουθεί το δρόμο του μαρτυρίου, στέκεται κάτω από τον σταυρό, όταν όλοι οι άνδρες μαθητές κρύβονται, επισκέπτεται τον τάφο και είναι η πρώτη που θα τον συναντήσει μετά την ανάστασή του (Schussler-Fiorenza, 1988). Η συνάντηση αυτή που περιγράφει ο Λουκάς (24:10-11) καθιστά την Μαγδαληνή, σε πείσμα όλων των επιφυλάξεων της ανδροκεντρικής εκκλησιαστικής δομής, την πρώτη Απόστολο, εκείνη στην οποία ανατίθεται το καθήκον να ανακοινώσει την είδηση της Ανάστασης, που θα μεταφέρουν αργότερα οι υπόλοιποι μαθητές στον τότε γνωστό κόσμο2. Ωστόσο, οι θετικές αυτές αναπαραστάσεις συνυπάρχουν με αυτή της γυναίκας από την οποία ο Ιησούς ξόρκισε τα εφτά δαιμόνια (υπερηφάνεια, φθόνος, λαιμαργία, φιληδονία, οργή, απληστία και νωθρότητα) που την κατέκλυζαν (Κατά Ματθαίον, 16,9)!3 Πουθενά, πάντως, δεν αναφέρεται την περίοδο αυτήν ως πόρνη, κάτι που θα συμβεί 400 περίπου χρόνια αργότερα, αυθαίρετα, από τον Πάπα Γρηγόριο τον Ε΄ (Filliete, 1983). Από την άλλη, στο πλαίσιο διαφόρων πρωτοχριστιανικών κινημάτων, όπως λ.χ. τα Γνωστικά, ταυτίζεται με τη Γνώση-Σοφία, είναι η Apostola Apostolarum, της αποδίδεται ένα ευαγγέλιο4 και αποτελεί την αναπαράσταση της Νύμφης του Άσματος Ασμάτων, ως σύντροφος του Ιησού και πιθανή μητέρα του παιδιού ή των παιδιών του, νύξη που κατά περίεργο τρόπο συναντάμε, σύμφωνα με τις φεμινιστικές και «εναλλακτικές» θεολογικές ερμηνείες, και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «Και ωργίσθη ο δράκων επί τη γυναικί, και απήλθε ποιήσαι πόλεμον μετά των λοιπών του σπέρματος αυτής, των τηρούντων τας εντολάς του Θεού και εχόντων την μαρτυρίαν του Ιησού», αλλά και «και εν γαστρί έχουσα έκραζεν ωδίνουσα και βασανιζομένη τεκείν» (ΙΒ,2). Έτσι για περισσότερο από 1800 χρόνια διαμορφώνεται, κατά κανόνα από άνδρες, ένα απίστευτο πλήθος παραδόσεων που καταγράφονται σε εκκλησιαστικά κείμενα, σε ύμνους, σε διάφορες μορφές τέχνης κ.λπ. Ξεκινούν από την Παλαιστίνη και τις γειτονικές της χώρες, για να διογκωθούν στη Νοτιοδυτική Γαλλία και ιδιαίτερα την Προβηγκία και να εξαπλωθούν, τέλος, μέσω των τροβαδούρων μέχρι τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία και όχι μόνο (Filliette, 1983). Στο πλαίσιό τους σχηματίζεται ένας μεγάλος αριθμός θετικών ή αρνητικών αναπαραστάσεων για την ιερότητα και τη γυναίκα φορέα της, ενώ αναπτύσσεται ένας αντιφατικός, ανδρικός λόγος για την έμφυλη διάσταση του πρωτοχριστιανικού κινήματος και τα ζητήματα εξουσίας στους κόλπους του. Τη βάση της συγκεκριμένης συζήτησης επέτρεψε να προσεγγίσουμε η ανακάλυψη των παπύρων της Νεκράς Θάλασσας (Allegro, 1964, αλλά και Danielou, 1962), οι πάπυροι του Ναγκ Χαμαντί (Αγουρίδης, 1989, αλλά και Nag Hammadi Library, 1977), και, ευρύτερα, πηγές των Γνωστικών που έχουν διασωθεί (King, 1988).
2. Η «χαμένη Νύμφη»
Οι αναπαραστάσεις της Μαρίας Μαγδαληνής στα εκτός εκκλησιαστικής αποδοχής κείμενα εξηγούν, σε ένα βαθμό, και τον εξοβελισμό της από τις επίσημες και αναγνωρισμένες γραφές. Κι αυτό γιατί δεν έδιναν απλώς μια ξεχωριστή, σημαντική σημασία στη Μαγδαληνή από εκείνη που ήταν αποδεκτή στον ανδροκρατούμενο θεσμό τους, αλλά την εμφανίζουν να βρίσκεται σε σύγκρουση με τον Πέτρο, στο όνομα του οποίου είχε ιδρυθεί η ρωμαϊκή εκκλησία. Σε αντίθεση, μέσω της παράδοσης της Δεσποσύνης που συνδέεται ευθέως με τη Μαγδαληνή, αναπτύχθηκε και έγινε ισχυρή η Ναζωραία εκκλησία της Ιερουσαλήμ, η οποία καθοδηγήθηκε από τους εξ αίματος συγγενείς του Ιησού και διεκδίκησε τα πρωτεία από τη Ρώμη. Σε αυτό το πλήθος των σχετικών εκδοχών, από την πρωτοχριστιανική φιλολογία ως τον Kώδικα Ντα Βίντσι, υπάρχει μια κοινή, ωστόσο, συνισταμένη: η βεβαιότητα της ιστορικής παρουσίας του Ιησού, άρα και του περιβάλλοντός του, που για σημαντικούς, όμως, ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους παραμένει προβληματική, καθώς, εκτός των λιγοστών μεταχρονολογημένων πηγών που διαθέτουμε, σε όλη τη σχετική με τον Ιησού αφήγηση βλέπουμε την αναπαραγωγή μιας σειράς επαναλαμβανόμενων μοτίβων από τη μυθολογία της Μέσης Ανατολής και των υψιπέδων του Ιράν. Γενικά, υπάρχουν δύο βασικές αντιλήψεις: η πρώτη ισχυρίζεται πως δεν πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο και πως η χριστιανική παράδοση αποτελεί σύνθεση διαφόρων μεσσιανικών παραδόσεων της εποχής, ενώ η δεύτερη επιμένει πως είναι αποδεδειγμένη ιστορικά η παρουσία του Ιησού (Πατρώνης, 1989)5. Στη βάση της πρώτης αξίζει να σημειωθεί, πάντως, πως η ιερή γυναίκα, η «χαμένη θεά» του Χριστιανισμού, αποτέλεσε αντικείμενο λατρείας πολλών μυστικιστικών, κατεξοχήν ανδροκεντρικών, οργανώσεων του Μεσαίωνα και των χρόνων που ακολούθησαν στην Ευρώπη (Ροδόσταυροι, Ναΐτες κ.λπ.). Το γεγονός είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον καθώς, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου και του έντονου μισογυνισμού της, επιβεβαιώνει τη διάσταση των φαντασιακών κατασκευών των ανδρών με την έμφυλη κοινωνική πραγματικότητα του καιρού τους.
Πιο συγκεκριμένα:
Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι το πώς και γιατί σε ακραίες πατριαρχικές και μισογύνικες, κοινωνίες, όπως αυτές της Παλαιστίνης των πρώτων μ.Χ. αιώνων αλλά και του ευρωπαϊκού μεσαίωνα και αρκετών εκατονταετιών αργότερα, αναπτύσσεται η λατρεία του ιερού θηλυκού, μια λατρεία σε πλήρη αναντιστοιχία με τους ισχύοντες ανδροκεντρικούς-πατριαρχικούς θεσμούς και την υποβαθμισμένη κοινωνική κατάσταση των γυναικών; Πρόκειται για ερώτημα που μπορεί να απαντηθεί από την έμφυλη οπτική (Γκασούκα, 2004 και 2007), αφού και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει, κατά την άποψή μας, ένα κοινό στοιχείο ιδιαίτερα αποκαλυπτικό, που εξηγεί το τι ακριβώς εξυπηρετούσε για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες τόσο της πρωτοχριστιανικής περιόδου στην Παλαιστίνη όσο και της μεσαιωνικής Ευρώπης η ανάδειξη της Μαγδαληνής ως πρώτης μεταξύ των αποστόλων, αλλά και το πώς το γεγονός λειτούργησε στο πλαίσιο ανδρικών εξουσιαστικών επιδιώξεων. Για την οικονομία του κειμένου θα περιοριστούμε σε δύο αποκαλυπτικές αναπαραστάσεις της Μαγδαληνής. Η πρώτη συνδέεται με την Παλαιστίνη και τη Μέση Ανατολή ευρύτερα και η δεύτερη με τη Νοτιοδυτική Γαλλία:
Η παλαιστινιακή παράδοση ταυτίζει τη Μαρία Μαγδαληνή με τη Νύμφη του Άσματος Ασμάτων (Pope, 1977). Περιλαμβάνει την αναβίωση στο πλαίσιό της σημαντικών μυθολογικών μοτίβων της Μέσης Ανατολής, μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατέχει η τελετουργία του χρίσματος μέσω του μυρώματος.6 Ως γνωστόν, το μύρωμα πριν από τον ενταφιασμό αποτελούσε αρχέγονο επιβίωμα της τελετουργίας του ήλιου που πεθαίνει και ανασταίνεται και της λατρείας των θεών της γονιμότητας στη μυθολογία της Μέσης Ανατολής (Starbird, 2005). Ακόμα δε παλαιότερα, μέσω αυτής της τελετουργίας η βασίλισσα νομιμοποιούσε τον βασιλιά στην εξουσία του, τον περιέβαλε με ιερότητα, τον καθιστούσε «κεχρισμένο», χριστό (Starbird, 2005). Το ευαγγελικό, και όχι μόνο, μύρωμα συνδέεται έτσι με τις τοπικές τελετουργίες του «ιερού γάμου», και αρκετοί/-ές ισχυρίζονται πως πρόκειται για τον ιερό γάμο του θυσιαζόμενου Νυμφίου – βασιλιά, όπως προαναγγέλλεται στο Άσμα Ασμάτων, που τόσο στενά σχετίζεται με την ερωτική ποίηση της Βαβυλώνας και της Σουμερίας (Starbird, 2005). Αυτή η ερωτική ποίηση χαραγμένη σε πινακίδες σφηνοειδούς γραφής αναδεικνύει το ιερό ζευγάρι του Ντουμούζι και της Ινάννα. Είναι το αρχετυπικό ζεύγος που διαμορφώνει την «ιερή σεξουαλικότητα» που «θα περάσει από το αντιτιθέμενο ζεύγος του Έρωτα και του Νείκος, θα διασχίσει τις εναλλασσόμενες διαδικασίες του Opus Magnum, τη διάλυση και τη συμπύκνωση, το διαμελισμό και τη συνένωση, στα ζεύγη της αραβικής αλχημείας: τον υδράργυρο και το θείο, τον ήλιο και τη σελήνη, τη λευκή γυναίκα και τον ερυθρό άνδρα, για να κορυφωθεί στο conjuctio της ευρωπαϊκής αλχημείας και των συνδεδεμένων μαζί της σεχτών και μυστικών ομάδων, την ένωση της αρσενικής με τη θηλυκή αρχή , το γάμο του ουρανού και της γης, του πύρινου πνεύματος και της υδάτινης ύλης» (Starbird, 2005). Ο Ντουμούζι φέρει πρώτος τις ιδιότητες του «κεχρισμένου», του «ποιμένα» του «πιστού» και «εκλεκτού» υιού, που αργότερα αποδίδονται στον Ιησού7. Η σύντροφός του αποκαλείται «αδελφή» και «νύμφη». Μετά τον γάμο ο Ντουμούζι βασανιζόταν τελετουργικά, θανατώνονταν και θαβόταν για να «αναστηθεί» σε τρεις ημέρες, εξασφαλίζοντας την αναγέννηση της φύσης και την αναπαραγωγή των κοπαδιών (Starbird, 2005). Η ποίηση που απαγγέλλονταν σε αυτές τις τελετές περιελάμβανε τον θρήνο της Ινάννα για τον θάνατο του Ντομούζι, την αναζήτηση του χαμένου της συντρόφου και την έκφραση της χαράς της για την επιστροφή του8. Η Μαρία Μαγδαληνή, η χαμένη Νύμφη της πρωτοχριστιανικής παράδοσης, είναι η διασωθείσα έκφραση της Νύμφης των αρχαϊκών ανατολικών κειμένων αλλά και προφητών, όπως ο Ιερεμίας, ο Ιεζεκιήλ κ.ά., και με τελετουργικές της ενέργειες, μυρώνοντάς τον, νομιμοποιεί, σύμφωνα με τη Starbird (2005:73), «την όποια εξουσία του νυμφίου της, φίλη και σύντροφος ταυτόχρονα, το κατροπτικό είδωλό του, ή το άλλο μισό του, ένα θηλυκό alter-ego ή η δίδυμη αδελφή του. Ο γάμος τους συμβολίζει την ιερή σεξουαλικότητα. Ο αρχετυπικός Νυμφίος δεν μπορούσε να είναι ολόκληρος χωρίς αυτή και κυρίως δεν θα μπορούσε να διαθέτει την εξουσία και την ιερότητά του».
Η δεύτερη ενδιαφέρουσα αναπαράσταση της Μαρίας Μαγδαληνής διαμορφώνεται στη μεσαιωνική Ευρώπη στη γνωστή μας εποχή του σκότους και συνδέεται με την τραγική ιστορία μιας σχετικά μικρής χρονικής διάρκειας δυναστείας, αυτής των Μεροβίγγειων βασιλέων της Γαλλίας, που ο θρύλος τους θέλει απευθείας απογόνους των Δεσποσύνων, δηλαδή των παιδιών της Μαρίας Μαγδαληνής και του Ιησού, των «γιων της χήρας» (Gardner, 2006), ενώ δύο ακόμα βασιλικές δυναστείες διεκδικούν την προέλευσή τους από την ιερή οικογένεια. Πρόκειται για τις βασίλισσες του Αβαλόν της Βουργουνδίας, που κινούνται μεταξύ μύθου και ιστορίας, και τη Σεπτιμανική βασιλική διαδοχή στα σύνορα Γαλλίας και Ισπανίας (Gardner, 2006). Συνδέεται δε με την ανάπτυξη της λατρείας της στην Προβηγκία -περιοχή που επίσης ο θρύλος τη θέλει να καταφεύγει έγκυος, διωγμένη από την Ιερουσαλήμ μετά τον θάνατο του Ιησού- επί αιώνες, όπως μαρτυρούν τα πολυάριθμα παρεκκλήσια, οι κρήνες, οι πηγές και τα λοιπά γεωγραφικά ορόσημα που φέρουν το όνομά της. «Είναι μέχρι σήμερα η προστάτιδα αγία των κήπων και των αμπελιών, εκείνη που μεσολαβεί για τη γονιμότητα, την ομορφιά και τη χαρά της ζωής» (Starbird, 2005:124). Και εδώ οι εκδοχές, οι αμφισβητήσεις και οι ερμηνείες ξεπερνούν γρήγορα και εύκολα τη φύση του Ιησού. Εστιάζουν στην καταγωγή, στο ρόλο και στις αναπαραστάσεις μιας γυναίκας και των θηλυκών της χαρακτηριστικών, δηλαδή των αναπαραγωγικών δυνάμεων και της ξεχωριστής προσωπικότητάς της, που της επιτρέπουν την ανάληψη σημαντικών καθηκόντων στο πλαίσιο του πρωτοχριστιανικού κινήματος και την καθιστούν φυσική διάδοχο του Ιησού στο κίνημα αυτό, γεγονός που προκαλεί έντονες έμφυλες συγκρούσεις με τους μαθητές και ιδιαίτερα τον Πέτρο, γαλουχημένους με τις πατριαρχικές αξίες της ιουδαϊκής κοινωνίας. Κι εδώ επανέρχεται το ερώτημα: γιατί τη Μαρία Μαγδαληνή; Πώς συνέβη και στους μισογύνικους αιώνες του ευρωπαϊκού μεσαίωνα λατρεύεται μια γυναίκα μέσω της σεξουαλικότητάς της και των αναπαραγωγικών της δυνάμεων; Γιατί δεν καλύπτονται από την άλλη Μαρία, την παρθένα-μητέρα, τη στερημένη από τη σεξουαλικότητά της και το Λόγο της βασίλισσα των ουρανών, κατά την ορθόδοξη άποψη;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι λόγοι είναι κατ’ εξοχήν υλικοί, αφού η αναπαράσταση της Μαγδαληνής ως συντρόφου του Ιησού και μητέρας των παιδιών του αποτέλεσε το άλλοθι και τη νομιμοποίηση της στρατιωτικής εξόρμησης των Δυτικών κατά των Αγίων Τόπων, εξυπηρέτησε με δυο λόγια ανδρικούς, εξουσιαστικούς και επεκτατικούς σκοπούς. Συγκεκριμένα: το έτος 1099 οι Σαρακηνοί ηττήθηκαν και προσφέρθηκε στον Γοδεφρίδο της Λοραίνης, έναν ευγενή με Μεροβίγκεια καταγωγή, έναν απόγονο του Δαυίδ δηλαδή, ο τίτλος του ιερού προστάτη του Αγίου Τάφου (Starbird, 2005). Ο Γοδεφρίδος, ως ο νεότερος «κεχρισμένος», ανέλαβε δικαιωματικά τον θρόνο του. Την άποψη μάλιστα αυτή συμμερίστηκε το εξαιρετικά ισχυρό τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών (Αddison, 1997), που για πολλούς/-ές ερευνητές/-τριες ήταν συνδεδεμένο με τις αιρετικές χριστιανικές σέχτες, οι οποίες υποστήριζαν πως ο Ιησούς «υπήρξε εξ ολοκλήρου άνθρωπος και παντρεμένος, ότι το βασιλικό του αίμα εξακολουθούσε να ρέει στις φλέβες των οικογενειών των ευγενών της Προβηγκίας και ότι οι μεσσιανικές υποσχέσεις των Εβραϊκών Γραφών θα εκπληρώνονταν κάποτε μέσω ενός απογόνου του Ιησού. Άλλωστε, πολλοί από τους Ναίτες κατάγονταν από οικογένειες ευγενών της Προβηγκίας, μιας περιοχής που κρατούσε πάντα αποστάσεις από τα επίσημα δόγματα της Ρώμης» (Starbird, 2005:126).
Για τη νοτιοδυτική Γαλλία, τους κατοίκους και τους άρχοντές της η Μαρία ήταν, και σε ένα βαθμό παραμένει, αυτό που αποκαλύπτει το όνομα της: η μεγαλοπρεπής (Μαγκντάλ-ελ), αυτή που ο Ιησούς αγαπούσε περισσότερο από όλους τους μαθητές. Είναι η «γυναίκα που γνώριζε τα πάντα», η «ἐν γαστρί ἔχουσα» της αποκάλυψης του Ιωάννη και μαζί η κήρυκας, η απόστολος, η «Κυρά μας του Φωτός», που ζει διδάσκοντας στην Προβηγκία για 40 περίπου χρόνια. Και είναι, ακόμα, είτε η μητέρα της Σάρας είτε η μητέρα δύο αγοριών, ο μεγαλύτερος των οποίων θα αποτελέσει τον επικεφαλή της τοπικής χριστιανικής εκκλησίας και τον γενάρχη της Μεροβίγγειας δυναστείας. Το ενδιαφέρον είναι πως αντίστοιχες απόψεις συμμερίζονται κατά καιρούς σημαντικά στελέχη της επίσημης Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως ο Βενέδικτος λόγιος Rabanus Maurus, που έζησε μεταξύ του 8ου και 9ου αιώνα, αρχιεπίσκοπος του Μάινς και αβάς της Φούλντα, που ξεκινάει το εξάτομο έργο του «Ο βίος της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής», του οποίου το μοναδικό αντίγραφο σώζεται στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ως εξής: « Ο αφοσιωμένος βίος της υπερευλογημένης Μαρίας Μαγδαληνής, η οποία αποκαλείται με τη μέγιστη ευλάβεια ως Γλυκιά εκλεκτή του Χριστού κι εκείνη που ο Χριστός αγαπούσε περισσότερο» (Scriptorum Ecclesiasticorum Historia Literaria, Basilae,1740-1743, vol II:38 στο Gardner, 2005:49) καθώς και ο αρχιεπίσκοπος της Γένοβα Jacapo di Voragine (1975, a ed., στο Gardner, 2005:48), που εμμένει, όπως και ο Maurus, μεταξύ των άλλων, στη βασιλική καταγωγή της από τον οίκο Δαβίδ αλλά και τους ιερατικούς οίκους των Ασμοδαίων και Μακαβαίων (Gardner, 2005) .
3. Η Μαγδαληνή στην Τέχνη
Και φυσικά δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί η αναφορά στη Μαγδαληνή χωρίς μια πολύ σύντομη προσέγγιση των αναπαραστάσεών της στην τέχνη. Είναι η «Κυρά» και «Δέσποινα» των τροβαδούρων, η «Domfa» (δηλαδή η Domina) της προβηγκιανής διαλέκτου, που εμπνέει, παράλληλα, και υποκινεί τους σταυροφόρους. Αλλά και στην εικονογραφική και φαντασιακή σφαίρα των εικαστικών τεχνών η Μαρία Μαγδαληνή αποτέλεσε προσφιλέστατο θέμα. Εμφανίζεται σε βιτρό, γλυπτά, ταπισσερί και κυρίως πίνακες, συνήθως με κόκκινα μαλλιά, ντυμένη με τα δικά της χρώματα, το κόκκινο, το πράσινο και το χρυσό, σε αντίθεση με την άλλη Μαρία, τη Θεοτόκο, που τα χρώματά της είναι το μπλε και το λευκό (Gardner, 2006), μαζί με τα σύμβολα της: δοχείο από αλάβαστρο, που κρατάει σε όλες τις απεικονίσεις της, καθρέφτη, κερί, κοσμήματα, κρανίο, βιβλίο μονόκερων. Είναι συμβολισμοί που παραπέμπουν στα πεδία της μαγείας, της Καβάλα, αλλά και του χριστιανικού μυστικισμού (Baylay, 1974, a edis. 1912). Η αρχαιότερη απεικόνιση, ωστόσο, της Μαγδαληνής αφορά στην πρώιμη χριστιανική τέχνη, γύρω στο 240 μ.Χ., σε τοιχογραφία που ανακαλύφθηκε στην Μεσοποταμία και σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ10. Στο πέρασμα των αιώνων εμπνέει καλλιτέχνες όλων των ρευμάτων, από τους ρομαντικούς ως τους εξπρεσιονιστές. Ο Περουτζίνο, ο Γκρέκο, ο Φρα Ατζέλικο, ο ντε Ριβέρα, ο Σολιμένα και φυσικά ο Ντα Βίντσι είναι μερικοί μόνον από αυτούς. Τη ζωγράφισαν παρούσα σε κάθε φάση του βίου και της ανάστασης του Ιησού, ενώ οι βαν Άικ και Ντέρβινγκ τη ζωγράφισαν παρέα με τον Ιησού σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Στην εποχή μας, εκτός από τους/τις εικαστικούς, εμπνέονται από την Μαγδαληνή ο κινηματογράφος, το θέατρο, video art κ.λπ.
Επίλογος
Η συζήτηση για τη Μαρία Μαγδαληνή και τον ρόλο της στο πρωτοχριστιανικό κίνημα βρίσκεται σε εξέλιξη. Για αρκετούς και κυρίως αρκετές από όσους/-ες αποδέχονται την ιστορική παρουσία του Ιησού και των ανθρώπων που συνδέθηκαν μαζί του, η Μαγδαληνή αποτελεί την κορυφαία ιέρεια του χριστιανισμού, την αυθεντική «φύλακα της παράδοσής» του και κατά πολλούς/-ές, την πρώτη επίσκοπο που χειροτονήθηκε μάλιστα από τον ίδιο τον Ιησού. Σε ό,τι αφορά την προσωπική σχέση της μαζί του, πέρα από την πεποίθηση ότι ήταν, αν όχι σύζυγοι, τουλάχιστον εραστές, δίδεται και μια άλλη ερμηνεία και μάλιστα από εξαιρετικά έγκυρη πηγή. Πρόκειται για την κορυφαία σήμερα μελετήτρια των Γνωστικών κειμένων Elaine Pagels (2004), καθηγήτρια θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, η οποία δεν φαίνεται να αποκλείει μια τέτοια εκδοχή, εντάσσοντάς τη μάλιστα στο πλαίσιο της «ιερής σεξουαλικότητας», μιας δηλαδή μυητικής διαδικασίας, αποδεκτής και σε άλλα μυστικιστικά κινήματα. Για πολλούς/-ές από όσους και όσες αρνούνται την ιστορικότητα του Ιησού, η Μαγδαληνή συμπυκνώνει την εξέλιξη αρχετυπικών μύθων, είτε ως ένα από τα πρόσωπα της αρχικής θηλυκής τριαδικής θεότητας είτε ως συστατικό του ηλιακού μύθου και του ιερού βασιλικού δράματος είτε ως ιερή πόρνη (Qualls-Corbett, 1988). Μάλιστα, η Walker (1982) επισημαίνει πως ακόμα και ο χαρακτηρισμός της Μαγδαληνής ως πόρνης περιβάλλεται με ιερότητα, καθώς στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή συχνά οι ιερές πόρνες ταυτίζονταν με τις ιέρειες11. Το βέβαιο είναι πως μια σειρά παραδόσεων που συνδέονται με τη Μαγδαληνή, τη σεξουαλικότητά της, τη σχέση της με τον Ιησού, το ρόλο της στο πρωτοχριστιανικό κίνημα κ.λπ. διαμόρφωσαν ένα είδος αίρεσης, απλωμένης σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ευθέως συνδεδεμένης με μυστικιστικά σχήματα και αδελφότητες/σέχτες, όπως οι ελευθεροτέκτονες και οι ροδόσταυροι, αλλά και με σημαντικούς εικαστικούς καλλιτέχνες που επιδόθηκαν σε μοναδικούς συμβολισμούς απεικόνισης της «Κυράς μας του Φωτός» (Notre Dame de Lumiere), αυτής ακριβώς που με τόση δυσπιστία και μισογυνισμό αντιμετώπιζε η επίσημη -κυρίως η καθολική- εκκλησία. Στην αίρεση αυτήν αναφέρεται ο Arthur Wait ήδη από το 1909, αρκετές δηλαδή δεκαετίες πριν την εμφάνιση των προαναφερόμενων «εναλλακτικών» εγχειρημάτων. Το ενδιαφέρον είναι πως πολλές από τις παραδόσεις αυτές παραμένουν ισχυρές, ειδικότερα στη Ν. Γαλλία, και, μαζί με την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος που σημειώθηκε σχετικά από τα μέσα ήδη του 20ού αιώνα, ανάγκασαν τα επίσημα χριστιανικά δόγματα σε διορθωτικές κινήσεις, όπως αυτή της άρσης του χαρακτηρισμού της Μαγδαληνής ως πόρνης από τον Πάπα τη δεκαετία του 1960, και τελικά στην ανακήρυξή της ως αγίας μόλις το 1969.
Ποια ήταν λοιπόν η Μαρία Μαγδαληνή, εφόσον υπήρξε ιστορικό πρόσωπο; Η διαμάχη συνεχίζεται. Έτσι ή αλλιώς, όμως, είτε υπήρξε είτε όχι αυτή η σπρωγμένη στη «χώρα της πατριαρχικής σιωπής» γυναίκα12 είτε ήταν η «χαμένη Νύμφη» του Χριστιανισμού είτε η, μέσω των αιώνων, επιβίωση της αναπαράστασης της αρχετυπικής θηλυκής θεότητας, ένα είναι σίγουρο: πως πάνω από όλα, κατά την άποψή μας, συμβολίζει, αλλά και υπενθυμίζει μέσα από την εκκωφαντική σιωπή που της επιβλήθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το αρχέγονο δικαίωμα των γυναικών στην ιερουργία, δικαίωμα που τους στέρησε η πατριαρχία και τα μονοθεϊστικά θρησκευτικά συστήματα που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιό της και το οποίο πολλές εξακολουθούν να διεκδικούν (Torjesen, 1995).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά την Ανάληψη του Χριστού και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα η Μαρία η Μαγδαληνή εξακολούθησε να υπηρετεί το ευαγγελικό κήρυγμα. Όταν μετά την Κοίμηση της Θεοτόκου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εγκαταστάθηκε στην Έφεσο, τον ακολούθησε και η Μαγδαληνή εκεί, όπου και πέθανε. Η μνήμη της εορτάζεται στις 22 Ιουλίου.
2. Σύμφωνα με τον Ιωάννη (20:11-18) η Μαγδαληνή δεν τον αναγνώρισε αμέσως θεωρώντας τον ως κηπουρό.
3. Κατά άλλη άποψη τα επτά αυτά δαιμόνια ταυτίζονται με τα επτά Maskim, ή Anunnaki, πνεύματα της σουμεριακής και ακκαδικής μυθολογίας, που γεννήθηκαν από τη θεά Μari
4. Γραμμένο κατά πάσα πιθανότητα δεκαετίες ή εκατονταετίες αργότερα.
5. Οι πολιτισμικές, όπως και οι ιστορικές σπουδές, προσεγγίζουν το θέμα ως ιστορικό γεγονός και αναζητούν τις ανάλογες πηγές. Η εκκλησία το προσεγγίζει από τη σκοπιά της πίστης. Πρόκειται προφανώς για τελείως διαφορετικούς τρόπους εξέτασής του.
6. Η Μαγδαληνή θα περιλούσει τον Ιησού με πανάκριβο μύρο και στις διαμαρτυρίες των μαθητών του θα υπερασπισθεί την πράξη της συνδέοντάς τη με τον επικείμενο ενταφιασμό του.
7. Και δεν είναι ο μόνος. Αντίστοιχες ιδιότητες αποδίδονται λ.χ. στον Μίθρα και στον Διόνυσο Ζαγρέα, στον οποίο αποδίδεται επίσης και η ιδιότητα του «σωτήρα».
8. Έτσι, από αρκετούς /-ές μάλιστα εικάζεται πως ο γάμος της Κανά στην πραγματικότητα ήταν ο γάμος του Ιησού και της Μαρίας (Kramer,1969).
9. Πύργος Ποιμνίου κατά την ακριβή απόδοση των αραμαϊκών. Ο τίτλος αυτός συνδέεται ευθέως με την προφητεία του Μιχαία: «Και συ, πύργος ποιμνίου αυχμώδης/ θύγατερ Σιών/ επί σε ήξει και εισελεύσεται η αρχή η πρώτη….Ώδινε και ανδρίζου και έγγιζε, θύγατερ Σιών/ ως τίκτουσα» (ΚΕΦ. 4, στο Starbird, 2005:95).
10. Καθώς, ως γνωστόν, η εικονογραφία αναπτύχθηκε ουσιαστικά μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι η τόσο πρώιμη αυτή απεικόνιση δεν αφορά στον Ιησού ή τη μητέρα του, αλλά στη Μαγδαληνή κι αυτό αποδίδεται στο εξαιρετικά υψηλό της κύρος μεταξύ των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων (Hulme, 1969, a ed. 1891).
11. Η ίδια υπενθυμίζει την ιερή πόρνη του έπους του Γκιλγκαμές, τη συνδεδεμένη με ένα θύμα-ήρωα: «Η πόρνη που σε έχρισε με αρώματα θρηνεί τώρα για σένα».
12. Η Μargaret Starbird (2005:281) γράφει ένα πολύ ωραίο σχετικό ποίημα, μερικούς στίχους του οποίου παραθέτω στην εξαιρετική μετάφραση της Ρένας Καρακατσάνη:
Τυλιγμένη στην ομίχλη του χρόνου,
Προσμένει μοναχή στον κήπο,
Καλυμμένη με τα πέπλα της,
τ’ όνομά της αφανέρωτο.
Είναι το εγκαταλελειμμένο Ρόδο,
το χαμένο ταίρι του Λόγου,
του Υιού του Πατρός.
……………………………………..
λησμονημένος έρως,
καρδιά γεμάτη πάθος,
η αιώνια Εκείνη,
ριγμένη περιφρονημένη καταγής.
Βιβλιογραφία
Α. Ελληνόφωνη
Αγουρίδης, Σ. (1988) Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, Αθήνα: Πουρναράς
Αγουρίδης, Σ. (1989) Τα κοπτικά κείμενα του Nag Hammadi στην Αίγυπτο, Αθήνα: Άρτος Ζωής
Αγουρίδης, Σ.(2005), Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, τόμ. Α' & Β', Αθήνα: Πουρναράς
Pagels, Ε. (2004), Τα Γνωστικά Ευαγγέλια, μτφρ. Δαρβίρη Θ., Αθήνα: Ενάλιος,
Πατρώνης, Γ. (1989), Η Ιστορική πορεία του Ιησού, Αθήνα: Δόμος
Starbird, M. (2005), Η Μαρία η Μαγδαληνή και το Άγιο Δισκοπότηρο. Η Γυναίκα με το Αλαβάστρινο Δοχείο, μετ. Καρακατσάνη Ρ., Αθήνα: Α.Α. Λιβάνη
Β. Ξενόγλωσση
Αddison, Ch. G.(1997), The History of the Knights Templars, Kempton: Adventures Unlimited
Allegro, J. (1964), The Dead Sea Scrolls, London: Penguin
Baigent, M., Leigh R., Lincoln, H. (1982), The Holly Blood and the Holly Grail, London: Jonathan Cape
Bayley, H.(1974, a ed. 1912), The Lost Language of Symbolism, Totowa NJ:Rowman & Littlefield
Brown, D. (2003), The Da Vinci Code.
Danielou, J.(1962), The Dead Sea Scrolls and Primitive Christianity, trans. Attanasio S., New York: New American Library
di Voragine J.(1975, a ed., 1483), Golden Legend (Legenda Aurea), Cambridge: Cambridge University Press
Filliete, E. (1983), Saint Mary Magdalene. Her Life and Times, Newton Lower Falls: Society of St. Mary Magdalene
Gardner, L. (2002), Bloodline of the Holy Grail, London: Thorsons-Element/Harper-Collins
Hulme, F. E. (1969, a ed. 1 Resa891), Symbolism in Christian Art, Detroit: Gale Research Co
King, K. L.(1988), ed., Images of the Feminine Gnosticism, Philadelphia: Fortres Press
Kramer, S.(1969), The Sacred Marriage Rite, Bloomington IN: University of Indiana Press
Nag Hammadi Library (1977), trans. Robinson and the Coptic Gnostic Project, Leiden: EJ. Brill, Institute for Antiquity and Christianity
Pope, M. H.(1977), Song of Songs, Garden City- New York: Doubleday
Qualls-Corbett, N.(1988), The Sacred Prostitute, Toronto: Inner City Books San Francisco: Harper
Ricci, C. (1982), Mary Magdalene and Many Others, Minneapolis: Fortress Press
Richards, S. & L.(1999), Every woman in the Bible, Nashville: Thomas Nelson Inc
Schussler-Fiorenza, E.(1988), In Memory of Her, New York: Crossroads
Thiering, B.(1992), Jesus the Man, London: Transworld
Torjesen, K.J.(1995), When Women Were Priests, San Francisco: Harper
Wait, E. A. (1909), The Hidden Church of the Holy Grail, London: Rebman Ltd.
Walker, B.(1983), The Woman’s Encyclopedia of Myths and Secrets, San Francisco: Harper
Wilson, R. McL.(1962), The Gospel of Philip: Translated from the Coptic Text, London: AR. Mowbray
Η Μαρία Γκασούκα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου του Πανεπιστήμιου Αιγαίου και πρώην Αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης-Διευθύντρια του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης. Είναι συγγραφέας είκοσι τριών βιβλίων στο πεδίο του Φύλου και του Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει πλήθος σχετικών επιστημονικών άρθρων στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα Τουρκικά και στα Ισπανικά. Έχει σχεδιάσει, υλοποιήσει και αξιολογήσει σημαντικό αριθμό έμφυλων Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και Κοινοτικών Πρωτοβουλιών. Είναι η συντάκτρια του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2007-2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι η συγγραφέας μαζί με την καθηγήτρια Μαριάνθη Γεωργαλλίδου των «Οδηγών Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας στα Δημόσια Έγγραφα» της Ελλάδας και της Κύπρου. Υπήρξε Πρόεδρος της ομάδας εργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών για τη διαμόρφωση του Σ.Ν. για την Ουσιαστική Ισότητα. Είναι Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Παρατηρητήριου Ισότητας Κύπρου (ΠΙΚ), καθώς και εξωτερική συνεργάτρια του EIGE. Είναι πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και σήμερα επίτιμο μέλος της. Είναι μέλος της Πρωτοβουλίας κατά των Γυναικοκτονιών και του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η Φωνή της».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου