"Φυσική κατάσταση", της Ελένης Γούλα

  "Περήφανες φωνές"Λογοτεχνικό Αφιέρωμα της ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ με αφορμή το Pride (14/6/2025). 

 Το Pride γεννήθηκε από την αντίσταση — όταν, το 1969, μέλη της lgbtq κοινότητας, τρανς γυναίκες, μαύρες και λατίνες θηλυκότητες στάθηκαν απέναντι στην αστυνομική βία. Ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall, ξεκίνησε ο παγκόσμιος αγώνας. Από τότε, η υπερηφάνεια δεν είναι μόνο γιορτή, είναι φωνή, μνήμη και διεκδίκηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτό το πνεύμα τα μέλη του δικτύου Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ μοιράζονται ιστορίες — αληθινές ή μυθοπλαστικές — που αγγίζουν ζητήματα ταυτότητας, σώματος, επιθυμίας, κοινότητας, αλληλεγγύης, ή ό,τι άλλο συνδέεται με την έννοια της περηφάνειας ως πράξη θηλυκότητας και αντίστασης. 

Επιμέλεια αφιερώματος Ελένη Γούλα

Τριάντα χρόνων κι έλεγε ψέματα. Πού ήσουν; πού θα πας; Με ποιον θα βγεις; δε θα μας γνωρίσεις κανένα φίλο σου; έτσι θα είσαι συ; ανύπαντρη;

Ήταν οικονομικά ανεξάρτητη, δεν έμενε με τους γονείς της, μπορούσε να αυτοσυντηρηθεί. Δεν χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Τι την εμπόδιζε όμως να τους πει την αλήθεια;

Τι την εμπόδιζε;

Το σκεφτόταν συνέχεια. Το συζητούσε με φίλους, το εξομολογήθηκε και στη μαμά της Μαίρης μια μέρα.  

-Είναι δύσκολο για μας τους γονείς, είπε εκείνη. Ακόμη και αν πιστεύουμε όπως ο Χαλίλ Γκιμπράντ ότι τα παιδιά δεν μας ανήκουν. Ότι είναι γιοι και κόρες της ίδιας της ζωής. Και για μένα ήταν δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Ξαφνικά, ο κόσμος μου αναποδογυρίστηκε. Όμως, είχα χάσει κιόλας τον αδερφό μου σε τροχαίο, είχα κινδυνεύσει να χάσω και την ίδια τη Μαίρη που μετά εμφάνισε το αυτοάνοσο. Είχα αναγκαστεί να επαναξιολογήσω τη ζωή και τα δεδομένα της. Αυτά που μοιάζουν δηλαδή δεδομένα.

Τα χείλη της κυρίας Μπέττυς - κάτι μεγάλα χείλη βαμμένα έντονο κόκκινο χρώμα παρόλα τα εξήντα της χρόνια - σταμάτησαν να κινούνται.

Σηκώθηκε η Στέλλα κι έσκυψε κοντά της. Εκείνη όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

-Εσύ πρέπει να τους μιλήσεις Στέλλα, είπε. Είναι η ζωή σου.   

Ήταν η ζωή της. Έπρεπε να την διεκδικήσει ολόκληρη. Λίγο πριν το Πάσχα ζήτησε από τη μαμά της να βγούνε οι δυο τους για καφέ. Η κυρία Ελένη -στρατιωτικός - κομψή, ψηλή, λεπτή με ξανθά μαλλιά και πρόσωπο κατακάθαρο, είχε αυστηρό ύφος, αλλά όταν ντυνόταν με το απλό της τζιν και το ριγέ πουκάμισο ξεγελούσε. Η Στέλλα έβαλε μια κοντή φούστα που την κολάκευε. Είχε πολύ ωραία πόδια.

Κάθισαν σε ένα ήσυχο τραπεζάκι κοντά στο Σύνταγμα.

-Μαμά έχω να σου πω κάτι πολύ σοβαρό, είπε.  

Έσφιξε τα χείλη η κυρία Ελένη και την κοίταξε με ανησυχία.

-Είσαι έγκυος;

Γέλασε η Στέλλα.

-Αν ήμουν έγκυος θα άνοιγα σαμπάνιες, είπε. Αυτό που έχω να σου πω είναι πολύ δύσκολο.

-Αρρώστησες; σκότωσες άνθρωπο;

Πάλι γέλασε η Στέλλα. Καλά το πήγαιναν.  

-Μαμά, είμαι λεσβία. Μου αρέσουν οι γυναίκες.

Γούρλωσε τα μάτια η κυρία Ελένη. Ήπιε μια γουλιά νερό. Σηκώθηκε, έκανε βόλτα στο μαγαζί και βγήκε στο δρόμο. Όταν γύρισε, ήταν ήρεμη αλλά το πρόσωπό της στεγνό. Πολύ στεγνό.  

-Προσευχόμουν και ήλπιζα, είπε. Προσευχόμουν στο Θεό να μην είναι αλήθεια.

Άφησε ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι και ξαναβγήκε. Όρθιο το κορμί. Στρατιωτικό παράστημα.

Τι είχε πάει στραβά; τι δεν έκαναν σωστά; το κεφάλι της έκαιγε. Χώθηκε στα στενά και περπατούσε χωρίς να κοιτάει γύρω της. Πού έφταιξαν; Είχαν μεγαλώσει με τον άντρα της τέσσερα παιδιά. Ο γιος της είχε δεσμό με μια καλή κοπέλα. Σχεδίαζαν να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. Οι άλλες δυο κόρες της μικρότερες βγαίνανε ραντεβού με αγόρια, κλαίγανε στην ποδιά της όταν χωρίζανε. Αυτή μόνο η Στέλλα από μικρή όλο με κορίτσια ήτανε και ποτέ δεν της μιλούσε. Αν είχε κανένα μυστικό, στον αδερφό της το έλεγε. Κι εκείνος σφίγγα. Αν θέλει να σου πει η Στέλλα, θα σου πει, της απαντούσε κάθε φορά που προσπαθούσε να τον ψαρέψει. Και να τώρα που της μίλησε η κόρη της, δε μπορούσε να το αντέξει αυτό που της είπε. Να φύγει, να κρυφτεί, να μην ακούει.

Βγήκε στην Πανεπιστημίου ζεματισμένη. Πέρασε την Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο, τη Βιβλιοθήκη κι έστριψε δεξιά στην Ιπποκράτους. Ίσως η παιδική της φίλη, η Καίτη, ίσως να ήταν ακόμη στο γραφείο.

Τη βρήκε πνιγμένη στα νομικά της χαρτιά και ρίχτηκε στην πολυθρόνα.

-Τι θα κάνω; Μου λες; τι θα κάνω; τι θα πω; η κόρη μου λεσβία! Η δική μου κόρη! Πού έφταιξα; Τι δεν έκαμα σωστά; Γιατί τα άλλα μου παιδιά είναι κανονικά; Τι θα κάμω; τι θα πω; Τόσα τραπέζια τώρα το Πάσχα, σόγια, κουτσομπολιά...

Σε κανένα γιορτινό τραπέζι δεν κάθισε η Στέλλα. Ούτε και του Αη-Γιωργού, που γιόρταζε ο παππούς και παραδοσιακά μαγείρευε η γιαγιά κατσικάκι στο φούρνο και μαζευότανε όλη η οικογένεια, 12 άτομα στο σπίτι. Προσπάθησε η κυρία Ελένη. Έκλαψε. Μίλησε με τα παιδιά της. Μίλησε και με τον άντρα της.

-Αυτά είναι παρακμή, επέμενε κείνος. Εκφυλισμός. Δεν τα δέχομαι στο σπίτι μου. Και στη Στέλλα, το ξεκαθάρισε. Έκανες πολύ άσχημα που τόσο καιρό μας το έκρυβες. Έπρεπε όταν το ένιωσες να μας το πεις αμέσως. Θα το προλαβαίναμε το κακό. Μάλωσε τη γυναίκα του, θύμωσε με τον γιο του που ήξερε και δεν έκανε τίποτα για να μη συμβεί.

-Μα μπαμπά, αυτό είναι το φυσικό της Στέλλας. Πώς γινόταν να μη συμβεί; φώναξε ο νέος κι άνοιξε την πόρτα να φύγει. Σε αφήνω να το σκεφτείς, είπε.

Τι να σκεφτεί όμως ο κύριος Περικλής; Σαν στρατιωτικός καμάρωνε που κρατούσε, όπως πίστευε, σφιχτά τα γκέμια στο σπίτι του. Τώρα όλα είχαν χαθεί. Άκεφος έκατσε στο τραπέζι του πατέρα του. Αντί για 12, ήταν 11 φέτος.   

Ο γέροντας, ψηλός, με άσπρα μουστάκια, κιτρινισμένα απ’ τη νικοτίνη, τους κοίταξε όλους αυστηρά.

-Ντροπή σας! Είπε. Ύστερα, σηκώθηκε όρθιος στην κορυφή της μεγάλης τραπεζαρίας, ακούμπησε τα ζαρωμένα του χέρια στο άσπρο τραπεζομάντηλο κι έσμιξε τα χοντρά του φρύδια. 

-Όταν διάλεξες να γίνεις στρατιωτικός, δε με λογάριασες, είπε στο γιο του. Μισούσα τα όπλα, όμως δε σε εμπόδισα. Ούτε εσένα, γύρισε στην κόρη του, εσένα που βρήκες να παντρευτείς έναν ξένο σε εμπόδισα. Κατάπια τη στεναχώρια μου κι ανάγκασα και τη μάνα σας να κάμει το ίδιο. Κοίταξε έναν -έναν τα μέλη της μεγάλης του οικογένειας και ύστερα με πιο σιγανή φωνή σαν να μιλούσε στον εαυτό του μουρμούρισε. Μας ζεύανε στο ζυγό προτού καταλάβουμε τι είχαμε στα σκέλια μας. Έπρεπε βλέπεις να γεννηθούνε παιδιά. Αυτό την ένοιαζε πάντα την κοινωνία. Τα παιδιά και η ανατροφή τους. Τώρα, οχτώ δισεκατομμύρια κοπρίζουμε τη Γη και τους υπηρέτες τους έχουμε μέσα στη χούφτα μας. 

Το κατσικάκι κρύωνε στην πιατέλα. 

 

Πρώτη δημοσίευση 



Η Ελένη Γούλα γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Το πρώτο διήγημά της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Big Bang (1997). Έκτοτε οι ιστορίες της κυκλοφορούν σε περιοδικά, ατομικές συλλογές και συλλογικούς τόμους. Έγραψε και ένα βιβλίο-καταγραφή σχολικής εμπειρίας με τίτλο Το λαϊκό θέατρο στη Νεότερη Ελλάδα, που έχει αναρτηθεί στην Ανοιχτή βιβλιοθήκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου