"Περήφανες φωνές" Λογοτεχνικό Αφιέρωμα της ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ με αφορμή το Pride (14/6/2025).
Το Pride γεννήθηκε από την αντίσταση — όταν, το 1969, μέλη της lgbtq κοινότητας, τρανς γυναίκες, μαύρες και λατίνες θηλυκότητες στάθηκαν απέναντι στην αστυνομική βία. Ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall, ξεκίνησε ο παγκόσμιος αγώνας. Από τότε, η υπερηφάνεια δεν είναι μόνο γιορτή, είναι φωνή, μνήμη και διεκδίκηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτό το πνεύμα τα μέλη του δικτύου Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ μοιράζονται ιστορίες — αληθινές ή μυθοπλαστικές — που αγγίζουν ζητήματα ταυτότητας, σώματος, επιθυμίας, κοινότητας, αλληλεγγύης, ή ό,τι άλλο συνδέεται με την έννοια της περηφάνειας ως πράξη θηλυκότητας και αντίστασης.
Επιμέλεια αφιερώματος, Ελένη Γούλα
Ζω σαν φύλλο. Χωρίς προσδιορισμό. Παρείσακτο θα έλεγα αν είχα το θάρρος να αποκαλύψω αυτό που θέλω να είμαι και όχι αυτό που μου προσάπτουν. Όμως τώρα κρύβομαι σε ένα καβούκι που δεν είναι και τόσο σκληρό ώστε να μου παρέχει προστασία. Φαινομενικά δείχνω άντρας, αλλά προτιμώ να λέω πως είμαι φύλλο, επειδή η ουδέτερη έννοια καλύπτει ό,τι πασχίζω να κρύψω. Δηλαδή είμαι ό,τι αισθάνομαι. Είμαι γυναίκα παγιδευμένη σε ξένο εκμαγείο.
Στην εφηβεία μπορείς να τους ξεγελάς όλους ιδιαίτερα την εποχή που δεν έχουν αρχίσει να φυτρώνουν αυτές οι φρικώδεις τρίχες στο πρόσωπο, στο στέρνο στα γεννητικά όργανα. Σιχαίνομαι τις τρίχες. Το κορίτσι μέσα μου μισεί τις τρίχες. Το κορίτσι θέλει δέρμα βελούδο, να αναδεικνύει το ρόδινο της ντροπαλοσύνης στα μάγουλα.
Πολιορκούμαι από τις συμβάσεις. Είμαι ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο της κοινωνίας και ας μην έχω συναναστροφές. Είμαι όμως γιατρός και ένας τίτλος αρκεί, ακόμα και αν είσαι εθελούσια αποκλεισμένος από την κοινωνία. Είμαι γιατρός. Διατηρώ ιατρείο μακριά από το κέντρο της πόλης όπου συνωστίζεται το σινάφι μας για λόγους γοήτρου. Όμως έσωσα κυριολεκτικά δυο γυναίκες από βέβαιο θάνατο στον οποίο θα τις οδηγούσαν οι αστοχίες ενός συναδέλφου βιτρίνας. Έκτοτε απέκτησα καλό όνομα στην πόλη και τα περίχωρά της, αλλά και εχθρούς μέσα στους επιστημονικούς κύκλους της διαφθοράς. Ξέρουν αυτοί.
Κατέχω την ειδικότητα του γυναικολόγου. Βλέπω καθημερινά πλήθος αιδοίων τα οποία ερευνώ διεξοδικά πάνω στην γυναικολογική καρέκλα. Ψηλαφίζω στήθη. Φωτογραφίζω σάλπιγγες και ωοθήκες. Καλλιεργώ σπόρους σε γόνιμα εδάφη με εξωσωματικές τεχνικές. Θα ήθελα να βρίσκομαι εγώ στη θέση της άλλης. Εγώ το φύλλο εκείνη.
Μια μέρα κοιτούσα με τον υπέρηχο ένα ειδυλλιακό τοπίο. Όλα υγειή και σε απόλυτη αρμονία. Και ξάφνου παρατήρησα από το βάθος του κόλπου να φυτρώνει ένα άγριο λουλούδι. Μια ευώδης μεθυστική ορχιδέα, λευκή, αγγελική, πάναγνη. Βγήκε από τον κόλπο και χάιδεψε το πρόσωπό μου με βελουδένια αβρότητα. Αρωμάτισε ολόκληρη την ύπαρξή μου. Με μέθυσε. «Πονάω», άκουσα τη γυναίκα να λέει. Ζήτησα ταπεινά συγνώμη «Δεν έβρισκα την ωοθήκη σας. Είναι πολύ μικρή. Σχεδόν αδιόρατη. Αυτό φυσικά είναι πολύ καλό για εσάς. Χάρηκε επειδή ήξερε πως εξογκωμένες, μεγεθυμένες ωοθήκες θα σήμαινε-ίσως-κακοήθεια. Οι «ορχιδέες» τρέμουν τις κακοήθειες. Θέλουν να μαραθούν και όχι να υποταχτούν σε κάτι οδυνηρό. «Συγνώμη αν σας πόνεσα», είπα δειλά καθώς εκείνη φορούσε τα εσώρουχά της πίσω από το παραβάν. Κάθισα στο γραφείο και ήπια μια γουλιά καφέ μέχρι να έρθει να της απαγγείλω την γνωμάτευσή μου. Πονούσα. Πολύ. Όλη μου η ύπαρξη πονούσε. Γιατί από το δικό μου σώμα δια του δικού της, φύτρωσε η άγρια ορχιδέα. Την ένιωθα μετά να μαζεύει να την απορροφά το σώμα μου και να εγκαθίσταται στην γυναικεία μου υπόσταση που έμενε φυλακισμένη. Όταν ένιωσα το βελούδο της ορχιδέας να κουλουριάζεται στο κάτω μέρος της κοιλιακής χώρας και να εκκολάπτεται στο θερμοκήπιο του σώματός μου, κατάλαβα πως έπρεπε, όφειλα, να το καλλιεργήσω και να το βγάλω στο φως.
Όμως δεν ήμουν έτοιμη να το κάνω. Με βάφτισαν Μάνο, λατρεύω τη μητέρα μου-στην πραγματικότητα τον βασανιστή μου ή έτσι νόμιζα- και τρέμω την κοινή γνώμη μιας απάνθρωπης μικρής κοινωνίας.
Ο πατέρας μου, πέθανε όταν ήμουν τεσσάρων ετών από την παραδοξότητα του τυχαίου. Γλεντούσε με κάτι φίλους σε κάποια χασαποταβέρνα και ένα έντερο από κοκορέτσι του έκλεισε την αναπνευστική δίοδο. Μάλλον οι πρώτες βοήθειες των άσχετων απέβησαν άκαρπες. Όταν τον κουβάλησαν στο νοσοκομείο σηκωτό -λόγω απουσίας ασθενοφόρου- ήταν ήδη νεκρός. Δεν έχω καθαρή ενθύμηση του γεγονότος. Μάλλον με κράτησε η γιαγιά μου μακριά από την τελετουργία της κηδείας. Η διαφορά στο σπίτι μας δεν ήταν η απουσία του πατέρα, γιατί μάλλον απουσίαζε διαρκώς. Ήταν τα ξαφνικά ξεσπάσματα θρήνου της μητέρας. Από ό,τι κατάλαβα πολύ αργότερα, θρηνούσε επειδή έμεινε νεαρότατη χήρα και έπρεπε να κρατήσει για χρόνια τα ειωθότα της γυναικείας χηρείας. Στον χήρο άντρα δινόταν προνόμια. Η χήρα δεν είχε το δικαίωμα να γελάσει δημόσια, να γλεντήσει, να χαρεί, να φλερτάρει, να βγάλει τα μαύρα πριν την τετραετία. Η μητέρα τα αραίωσε πριν την λήξη της προθεσμίας που επέβαλε το εθιμικό δίκαιο, για χάρη μου. Φοβόμουν να τη βλέπω ντυμένη στα μαύρα του πένθους. Κρυβόμουνα στην ντουλάπα και έπαιζα με τα παλιά θροΐζοντα χρωματιστά της. Ήταν ένας κήπος ολάνθιστος η παλιά της ντουλάπα.
Παρότι ήταν πολύ νέα όταν χήρεψε-μικρή θα την έλεγα τώρα-δεν θέλησε να φτιάξει ξανά την ζωή της. Η ίδια έλεγε πως δεν θα την έφτιαχνε. Θα την χαλούσε. Είχε κακή εμπειρία με τον πατέρα. Πολλές φορές κρυφάκουγα τις συζητήσεις με τη γιαγιά. Τη μάνα της. Εκείνη τη συμβούλευε να βρει έναν άντρα καλό για να συντροφευτεί και για να έχω εγώ έναν πατέρα. Όμως η μητέρα έγινε έρμαιο των φόβων της. Έναν ξένο για πατέρα του παιδιού της; Και αν ήταν βάναυσος, κακός, αδιάφορος; Πως θα έκανε αυτό το κακό στον γιό της; Μόνη της θα με μεγάλωνε. Φόρεσε την πανοπλία και μπήκε στη δουλειά. Καθάριζε ταβέρνες, μαγείρευε, έπλενε πιάτα. Τουριστική καθώς ήταν η πόλη μας δούλευε τη σεζόν και τους άλλους μήνες αφιερώθηκε σε μένα. «Άντρα μου», με έλεγε και καμάρωνε που γινόμουνα ένα ήσυχο και μελετηρό παιδί και έφηβος. Δεν φειδόταν τα χρήματα για τη μάθησή μου. Πλήρωνε τα φροντιστήρια γιατί ήθελε να με κάνει γιατρό. Ποτέ της δεν κατάλαβε πως μέσα στη σιωπή και την πειθαρχία μου έκρυβα το ηφαίστειο μιας άλλης φύσης που έψαχνε δίοδο να δραπετεύσει. Έθαβα το είναι μου. Την ύπαρξή μου. Κάθε φορά που με αποκαλούσε άντρα μου, και γέμιζε το στόμα της από τη δύναμη του γράμματος ρο, ήθελα να πετάξω από πάνω μου το ανέκφραστο δέρμα και να της αποκαλυφτώ. Αν πράγματι με αγαπούσε θα με δεχόταν όπως ήμουν. Έτσι δεν είναι; Όμως μάλλον δεν ήταν έτσι. Μια μέρα-ήμουν αυτόπτης μάρτυς- όταν είδε στην τηλεόραση μια γυναίκα φύλλο που κατάφερε να πετάξει το εκμαγείο της σκλαβιάς, σήκωσε τα χέρια ψηλά και φώναξε. «Πω πω! Αν συνέβαινε σε μένα αυτό θα αυτοκτονούσα την ίδια στιγμή». Είχα μόλις κάνει μπάνιο και ξύρισα τα πόδια μου, τα χάιδεψα με μαλακτική κρέμα και κρύφτηκα στην ντουλάπα κήπο, να φορέσω τα λουλουδάτα φουστάνια.
Και ήρθε η στιγμή να φύγω για σπουδές στην Αθήνα. Γι’ αυτή τη φυγή προς την ελευθερία γκάζωσα και μπήκα στην ιατρική. Εκείνη όμως είχε κάνει τα δικά της σχέδια. Κρυφά από εμένα ετοίμασε την μετακόμισή της στην Αθήνα για το καλό μου. Να με προστατεύει, να μου μαγειρεύει, να με πλένει, να την έχω να με περιμένει από τη σχολή, από τα νοσοκομεία και τα νεκροτομεία. Θα καθάριζε όλες τις σκάλες της Αθήνας προκειμένου να πετύχω τους στόχους μου. Η λάντζα της ζωής της αποτελούσε τη δική μου ενοχή. Έτσι συνέχιζα να ζω παγιδευμένος σε αλλότριο σώμα που έγινε και το καβούκι μου. Εκεί κρυβόμουνα τις μέρες και έβγαινα τις άγριες νύχτες, όταν σερνόμουνα στα στέκια των φύλλων για να νιώσω την πληρωμένη σαρκική ηδονή. Όταν αργούσα να επιστρέψω, την έβρισκα μισοκοιμισμένη μπροστά την ανοιχτή τηλεόραση. Πεταγόταν πάνω, με αγκάλιαζε και ξεσπούσε σε κλάματα. «Ευτυχώς είσαι καλά άντρα μου. Δεν ξέρεις πόσο ανησύχησα. Τα χειρότερα έβαλα πάλι με το μυαλό μου». Της απαντούσα πάντα στερεότυπα. «Μελετώ ως αργά στο αναγνωστήριο της σχολής μητέρα».
Παρέτεινα τις σπουδές μου με μεταπτυχιακά και έρευνα πάνω στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Και εκείνη πάντα κρυφά από εμένα, ετοίμαζε το ιατρείο στη μικρή μας πόλη. Ήθελε να επιστρέψει- αυτή η πλύστρα- ως θριαμβεύτρια μητέρα ιατρού. Κι εγώ ακόμα μια φορά δεν είχα τα κότσια να αποτινάξω τον ζυγό μου.
Έχω απόλυτη εξάρτηση από τον δεσμοφύλακά μου. Ζει και αναπνέει μέσα από εμένα. Από τις επιτυχίες μου, την αποδοχή μου από την κοινωνία, τις υποκλίσεις που μας κάνουν κάθε φορά που βγαίνουμε οι δυο μας, πιασμένοι αγκαζέ, σαν ζευγαράκι, στην παραλία. Έχει σταματήσει να εργάζεται σαν λατζέρισα, πλύστρα, μαγείρισσα. Μπορώ πια να τη συντηρώ πλουσιοπάροχα και νιώθω σα να της ξεπληρώνω το δάνειο που έλαβα από εκείνη. Κάθε τόσο μού κουβαλάει όμορφα κορίτσια, από σπίτια καλά για να με αποκαταστήσει. Της αρεσκείας της να είναι μόνο. Ονειρεύεται να αναθρέψει τα παιδιά μου και ύστερα να κλείσει τα μάτια. Μα είναι μόνο εξήντα τριών και με άριστη υγεία. Κι’ εγώ θέλω να την ξεφορτωθώ, να κόψω τον γόρδιο δεσμό που με δένει μαζί της και ύστερα να πετάξω από πάνω μου το εκμαγείο που μου επέβαλε η κοινωνία.
Είναι βράδυ. Ο ήλιος κυλάει πάνω στη γραμμή του θαλασσινού ορίζοντα. Τα νυχτολούλουδα ξαμολούν το άρωμά τους. Με μαγεύει αυτή η ώρα. Κοιτώ από το παράθυρο του ιατρείου την πλάση που σε λίγο θα ντυθεί τη νύχτα. Υπέροχη γυναίκα η νύχτα. Θέλω να φορέσω τη νύχτα. Τελειώνω την εξέταση σε ένα νέο κορίτσι που φέρνει στην κοιλίτσα της δίδυμη κύηση. Ήρθε μόνη της στο καθιερωμένο μηνιαίο ραντεβού. Πάντα μόνη της με επισκέπτεται. Ο σύζυγός της δουλεύει πολύ και δεν μπορεί να αφήσει τη δουλειά του. Μιλώ μαζί της μηχανικά, επειδή ο νους μου τρέχει πίσω από τη νύχτα. Βιάζομαι να κατευοδώσω τη νεαρή κυρία. Ή τώρα πάνω στην έμπνευση ή ποτέ. Κλείνω το ιατρείο και βγαίνω στο δρόμο. Τα καταστήματα κλείνουν ένα μετά το άλλο. Προλαμβάνω ένα. Οίκος μόδας «Μαριόν». Με την άνοδο του τουρισμού έχουν ανοίξει πολλά ακριβά καταστήματα στην μικρή μας πόλη. Μπαίνω στο κατάστημα. Βρίσκω ένα υπέροχο μαβί φόρεμα από κρεπ σιφόν. Το αγοράζω. Αγοράζω και ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες. Η Μαριόν με κοιτάζει πονηρά. «Για το αμόρε γιατρέ;», με ρωτάει. «Όχι. Για μένα», απαντώ με απόλυτη φυσικότητα. Την αφήνω ενεή και φεύγω.
Η μητέρα με περιμένει με στρωμένο το τραπέζι. Πάντα η μητέρα με περιμένει με στρωμένο το τραπέζι. Δεν έχω το δικαίωμα να αργήσω. Κρέμεται από το ρολόι του τοίχου. Ζητώ λίγο χρόνο να πλυθώ. Κοιτάζει την σακούλα από το κατάστημα και παιζογελάει στην υπόθεση πως αγόρασα ένα δώρο για εκείνη. Περιμένει με αγωνία. Βγαίνω από το μπάνιο ντυμένος το βραδινό φόρεμα και τις κόκκινες γόβες. Με κοιτάζει με μια αμηχανία. Δεν την αφήνω να σχολιάσει το παραμικρό. «Ναι μητέρα είμαι γυναίκα. Δεν σε παρακαλώ. Σε διατάζω να το αποδεχτείς». Γουρλώνει τα μάτια, πιάνει το κεφάλι και ανοίγει το στόμα με τρόμο.
Κάθομαι στο τραπέζι και αρχίζω να τρώγω. Απλά, ήρεμα όπως κάθε βράδυ. Εκείνη παραμένει ολόρθη θαρρείς και έγινε στήλη άλατος. Αμέτρητος αυτός ο εναγώνιος χρόνος. Κάποια στιγμή επανέρχεται και με κοιτάζει όπως με κοίταζε πάντα. Στο βλέμμα της δεν παρατηρώ άλλο από σύγχυση. Κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» Ρωτά. Καταπίνω. Σκουπίζω τα χείλη. Το κραγιόν αφήνει το αποτύπωμά του. «Η επιστήμη θα με αναλάβει πολύ σύντομα μητέρα», απαντώ. «Δεν αντέχω να ζω χωρίς να είμαι». Σηκώνεται. Δεν με πλησιάζει. Απλά λέει με λυγμό. «Όταν είσαι έτοιμος… έτοιμη να φύγουμε από δω, να μου το πεις να ετοιμαστώ. Μόνο… μόνη δεν σε αφήνω». Πέσαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και κλαίγαμε επί ώρα με λυγμούς.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Η Φωνή της, Καστανιώτης, 2023
Η Ελένη Πριοβόλου είναι συγγραφέας. Γράφει βιβλία για όλες τις ηλικίες από το 1986. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αγγελόκαστρο Μεσολογγίου και σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Έχει καταθέσει 23 βιβλία για παιδιά και εφήβους, 10 μυθιστορήματα για ενήλικες, έναν τόμο με διηγήματα και μια νουβέλα. Συμμετείχε στους συλλογικούς τόμους «Θερινοί Έρωτες» και «η φωνή της»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου