"Ο δρόμος προς τον εαυτό θέλει κότσια…" , της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη

 "Περήφανες φωνές"Λογοτεχνικό Αφιέρωμα της ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ με αφορμή το Pride (14/6/2025). 

 Το Pride γεννήθηκε από την αντίσταση — όταν, το 1969, μέλη της lgbtq κοινότητας, τρανς γυναίκες, μαύρες και λατίνες θηλυκότητες στάθηκαν απέναντι στην αστυνομική βία. Ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall, ξεκίνησε ο παγκόσμιος αγώνας. Από τότε, η υπερηφάνεια δεν είναι μόνο γιορτή, είναι φωνή, μνήμη και διεκδίκηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτό το πνεύμα τα μέλη του δικτύου Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ μοιράζονται ιστορίες — αληθινές ή μυθοπλαστικές — που αγγίζουν ζητήματα ταυτότητας, σώματος, επιθυμίας, κοινότητας, αλληλεγγύης, ή ό,τι άλλο συνδέεται με την έννοια της περηφάνειας ως πράξη θηλυκότητας και αντίστασης. 

Επιμέλεια αφιερώματος Ελένη Γούλα

Βγήκε στην αγορά αλλά μετά από λίγο κουράστηκε. Φτάνοντας στην πλατεία κάθισε ν’ αναπαυτεί στο Ρεκόρ, το παλιό μπουγατσατζίδικο που συνέχιζε να λειτουργεί για δεκαετίες καταγράφοντας τις αλλαγές της επαρχιακής πόλης και συνδέοντας το παρόν με τον περασμένο αιώνα. Κρατούσε κάτι από την παλιά αίγλη του μαζί με τους γηραιούς πλέον πελάτες που το επισκέπτονταν τα πρωινά. Μάζευε και νέο  κόσμο βέβαια επειδή είχε την καλύτερη μπουγάτσα της περιοχής. Τους χειμωνιάτικους μήνες καθόταν στο βάθος στο γωνιακό τραπεζάκι δίπλα στη τζαμαρία χαζεύοντας τους περαστικούς και αναπολώντας. Της άρεσε να κάθεται μόνη της λες και ήθελε να αναπληρώσει αυτό που της είχαν στερήσει οι απαρχαιωμένοι περιορισμοί της εποχής, αφού στα νιάτα της δεν επιτρεπόταν στα κορίτσια να βγαίνουν στα καφέ και στα ζαχαροπλαστεία δίχως συνοδό.

Θα έπινε τον καφέ της και θα συνέχιζε τα ψώνια. Καθόταν έξω, κάτω από τη σκέπη του ανοιξιάτικου ήλιου που λάμπρυνε γενναιόδωρα όλο τον κόσμο αφανίζοντας τη μουντάδα και το κρύο. Παραδίπλα καθόταν ένα ζευγάρι που χαιρόσουν να τους βλέπεις, λες και τους σκέπαζε ευφρόσυνο πέπλο. Τους έριχνε κλεφτές ματιές θαυμάζοντας τον μειλίχιο τρόπο που κοιταζόντουσαν. Πρόσεξε πως την κοίταζε και ο άνδρας. Ξαφνιάστηκε βλέποντάς τον να σηκώνεται και να την πλησιάζει. Χαιρέτησε και ρώτησε ευγενικά αν μπορούσε να της μιλήσει. Του έκανε νεύμα να καθίσει με κάποια αμηχανία και περιέργεια στρέφοντας το βλέμμα προς τη συνοδό του. Παρατήρησε ότι τους κοίταζε διακριτικά με ένα αδιόρατο μειδίαμα κι αυτό την καθησύχασε. «Κυρία Ακρίτα, καταλαβαίνω έχουν περάσει αρκετά χρόνια και  άλλωστε…» είπε ο άνδρας κομπιάζοντας. «Αναστασία Γραμμένου αν σας λέει κάτι το όνομα». Προσπάθησε να κρύψει το ξάφνιασμα και την απορία της. Ένας παντελώς άγνωστος άνδρας που προφανώς τη γνώριζε αφού την αποκάλεσε με το όνομά της παρουσιαζόταν με ένα γυναικείο όνομα που της ήταν επίσης άγνωστο. «Να σας εξηγήσω»  συνέχισε «στην ακρίβεια ονομάζομαι πλέον Ανέστης Γραμμένος στη γερμανική μου ταυτότητα τουλάχιστον. Βρίσκομαι στην πόλη μας για να αλλάξω επιτέλους και την ελληνική μου ταυτότητα». Γιατί την πλησίασε ο άγνωστος άνδρας; Γιατί της τα έλεγε όλα αυτά. Άρχισε να την κουράζει η παρουσία του. «Να σας εξηγήσω» της είπε λες και διάβασε τις σκέψεις της στην έκφραση του προσώπου της. Τον κοίταξε στα μάτια έτοιμη να του πει ευγενικά να φύγει. Σταμάτησε όμως κοιτώντας τον άφωνη. Το βλέμμα του της φάνηκε γνώριμο. Λες και άνοιξαν διάπλατα οι λαβύρινθοι της μνήμης που τα τελευταία χρόνια άρχισαν να στενεύουν και να μακραίνουν.

 Ήταν πριν αρκετά χρόνια. Την είχε επισκεφτεί μια έφηβος μετά από προτροπή της φιλολόγου της. «Ένα πληγωμένο παιδί, οι γονείς του είναι μετανάστες στη Γερμανία, ζει με τη γιαγιά του, τα παιδιά στο σχολείο του φέρονται τόσο άσχημα, χρειάζεται κάποιον να μιλήσει.», είχε πει η φιλόλογος όταν τηλεφώνησε για να κλείσει ραντεβού για την πρώτη επίσκεψη. Αυτή πρέπει να ήταν. Δεν θυμόταν το όνομα όμως θυμήθηκε τα κατσαρά μαλλιά, μόνο που τότε ήταν πολύ περισσότερα και φουντωτά. Θυμόταν κυρίως τη θλίψη στο βλέμμα. Την περίπτωσή της όμως δεν την είχε ξέχασε γιατί την καταχώνιασε στις αποτυχημένες που τις αναλογιζόταν γιατί την έτρωγαν. Ξεχνιούνται οι αποτυχίες; Αν δεν έχουν απωθηθεί, καταγράφονται ανεξίτηλες στον σκληρό δίσκο της μνήμης κι έρχονται σαν ενοχλητικές μύγες τσιμπώντας το νου λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος διώχνοντάς τον αυτοστιγμεί. Είχε διακόψει μετά από πέντε έξι συνεδρίες χωρίς να της πει το λόγο ή έστω να την ενημερώσει. Η ίδια ήταν σχεδόν βέβαιη για την αιτία επικρίνοντας τη θεραπευτική στάση της. Μακάρι να είχε μια διαφορετική ματιά αντιμετώπισης εστιάζοντας βαθύτερα στα  ενδοπροσωπικά προβλήματα του κοριτσιού. 

Η έφηβος μιλούσε για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βίωνε, για τον βάναυσο πατέρα, την άβουλη και φοβισμένη μητέρα, για τα βλέμματα των συμμαθητριών της καταλήγοντας  πάντα στη δυσφορία που ένοιωθε για το σώμα και το βιολογικό φύλο της. Της μιλούσε για την ανομολόγητη έλξη της για μια συμμαθήτριά της η οποία τη χλεύαζε και την αγνοούσε. «Με προσβάλει και με ταπεινώνει, όμως το πιο αβάσταχτο είναι που συνήθως με αγνοεί, νιώθω σαν να μην υπάρχω», είχε πει. Εκείνη τη νεαρή την είχε πονέσει ίσως περισσότερο από ότι επέβαλε η επαγγελματική σχέση τους. Μπορεί σ’ αυτό να οφείλονταν η αποτυχία της να τη στηρίξει πιο αποτελεσματικά. Εκτίμησε την περίπτωσή της ως σύγχυση ταυτότητας που οφείλονταν στην αναπτυξιακή εφηβική κρίση και στα ψυχικά τραύματα λόγω της οικογενειακής συνθήκης. Από έγνοια, ίσως με έναν κάπως κατευθυντικό τρόπο, με τη στάση της προσπαθούσε να τη βοηθήσει να συμφιλιωθεί με το φύλο της αντί να προσπαθούσαν μαζί να ξετύλιγαν το κουβάρι ώσπου να επέλεγε η ίδια τη σεξουαλική της ταυτότητα και να τα έβρισκε με τον εαυτό της. Ανησυχούσε για το κορίτσι, φοβόταν μη το συνθλίψει το βουνό των οικογενειακών και κοινωνικών συμβάσεων. Κάποιες φορές από υπέρμετρη έγνοια, στην προσπάθειά μας να στηρίξουμε τον άλλον παραβιάζουμε τα όριά του με αποτέλεσμα να γινόμαστε βλαπτικοί. 

«Χαίρομαι που με θυμηθήκατε, κυρία Ακρίτα. Συγκινήθηκα τόσο που σας είδα ξαφνικά μπροστά μου. Μόνο η γιαγιά μου κι εσείς μου σταθήκατε τότε. Όμως με τη γιαγιά δεν μπορούσα να μιλήσω γι’ αυτά. Ήσασταν η πρώτη που με άκουσε και με ένοιωσε ανοίγοντας μου το μονοπάτι προς τον εαυτό μου. Ήταν μια ατέλειωτη και μαρτυρική πορεία. Ακόμα είναι. Όμως τώρα νιώθω στα ρούχα μου. Πατάω σταθερά, και έχω τη συνοδοιπόρο που λαχταρούσα. Για χρόνια ένιωθα ντροπή για αυτό που ήθελα να είμαι, συχνά σκεφτόμουν να βάλω τέλος, να χανόμουν να τέλειωναν όλα. Με κυρίευε μονίμως μια απέραντη ενοχή. Και απέναντί σας, εξαφανίστηκα χωρίς ένα ευχαριστώ, χωρίς να σας αποχαιρετίσω. Οι γονείς μου με είχαν πάρει ξαφνικά πίσω στη Γερμανία πακέτο ακριβώς όπως τότε που με πέταξαν στη γιαγιά. Στην αρχή ζούσα μια κόλαση, όμως η Γερμανία μου βγήκε σε καλό τελικά. Έφυγα από το σπίτι, πήρα τη ζωή μου στα χέρια μου. Ο δρόμος προς τον εαυτό θέλει κότσια. Ένας απέραντος Γολγοθάς, όμως κοιτάξτε με αναστήθηκα.» είπε με μια ανάσα σχεδόν, σαν χείμαρρος, ενώ έδειχνε με το βλέμμα το μεταμφιεσμένο σώμα του και τη σύντροφό του που συνέχιζε να μειδιά με συγκατάβαση. 

 

«Ο δρόμος προς τον εαυτό θέλει κότσια… Μακάρι να τον διάβαιναν περισσότεροι», πρόσθεσε η κυρία Ακρίτα μονολογώντας.

Πρώτη δημοσίευση

 


Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι ψυχολόγος, ποιήτρια, συγγραφέας, μεταφράστρια, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, με πιο πρόσφατη τη με λένε Εύα (2023), μία συλλογή διηγημάτων, ενώ έχει μεταφράσει τέσσερα βιβλία σουηδικής ποίησης. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Τιμητικές διακρίσεις:1ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης Σερρών (2023), Λέσχη Λάιονς Σερρών Στρυμονιάς (2024).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου