ΑΦΙΕΡΩΜΑ στην Ημέρα της Γυναίκας 8 Μάρτη. Μέρος ΣΤ΄ "8 Μάρτη. Γιορτάζουμε;", άρθρο της Ελένης Γούλα
Το 1977 καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών η 8 Μάρτη ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Η επιλογή της ημερομηνίας αποδίδεται στη μεγάλη εκδήλωση διαμαρτυρίας που έγινε στη Νέα Υόρκη στις 8 Μάρτη 1857 από τις εργάτριες της κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς. Παρόλο που στον 20ο αιώνα γιορτάστηκαν κι άλλες ημερομηνίες αφιερωμένες στη γυναίκα, όμως τελικά συμβολοποιήθηκε η 8 Μάρτη και οριστικοποιήθηκε στη συνείδηση των κοινωνιών. Σηματοδοτεί πλέον την ανάμνηση των γυναικείων αγώνων για ισότητα, ελευθερία και αυτοδιάθεση, ενώ νοηματοδοτεί και τις κάθε φορά επιτακτικές διεκδικήσεις του γυναικείου κινήματος.
Στις πρώτες διαμαρτυρίες του 19ου αι. οι γυναίκες αγωνίζονταν για καλύτερες συνθήκες εργασίας και καλύτερους μισθούς, αφού μέχρι τότε αποτελούσαν το φτηνότερο εργατικό δυναμικό και μια βολική αναπαραγωγική μηχανή. Αργότερα, στον 20ο αιώνα, όταν ήδη είχαν οργανωθεί τα πρώτα φεμινιστικά κινήματα, το αίτημα για δικαίωμα ψήφου και ορατότητα όσο τολμηρό κι αν φαινόταν, είχε γίνει η κυρίαρχη διεκδίκηση και ιδίως στη βιομηχανική Βρετανία όπου δρούσαν οι δυναμικές σουφραζέτες με τις πολύ μεγάλες κινητοποιήσεις. Μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, όταν το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες καθιερωνόταν σε όλο και περισσότερες χώρες, εμφανίστηκε επιτακτικό το αίτημα για ισότητα και αυτοδιάθεση των γυναικών τόσο στην οικογένεια, όσο και στην πολιτική ή κοινωνική ζωή.
Οι αγώνες αυτοί έφεραν αποτελέσματα. Τη δεκαετία του ‘70, στον Δυτικό κόσμο είχε νομοθετικά κατοχυρωθεί η ισότητα των δυο φύλων, ενώ το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι ήταν καθολική κατάκτηση. Οι γυναίκες έμπαιναν ανεμπόδιστα στα Πανεπιστήμια, συμμετείχαν στην Πολιτική και στην Κοινωνική ζωή, ενώ είχαμε και τις πρώτες γυναίκες πρωθυπουργούς την Ίντιρα Γκάντι στην Ινδία (1966-1977) και τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία (1979-1990).
Στην πραγματικότητα όμως, όπως καταλαβαίνουμε σήμερα, οι κατακτήσεις αυτές ήταν μόνο εξωτερικές και επιφανειακές. Στη συνείδηση της κοινωνίας οι γυναίκες που δραστηριοποιούνταν στον ως τότε αντρικό στίβο της πολιτικής ή της κοινωνικής ζωής, είχαν αρνηθεί όχι μόνο τον παραδοσιακό τους ρόλο αλλά και τη γυναικεία τους ταυτότητα.
Έτσι, ενώ ο πρώτος αυτός αιώνας των γυναικείων διεκδικήσεων είχε δώσει ορατότητα στις γυναίκες, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες, όμως οι στερεοτυπικές αντιλήψεις δεν είχαν υποχωρήσει ουσιαστικά. Η πατριαρχική εξουσία - δείχνοντας εξ αρχής τις σουφραζέτες της Βρετανίας αλλά και άλλες αγωνιζόμενες γυναίκες στον κόσμο - είχε πείσει εύκολα τις μάζες πως οι φεμινίστριες ήταν βίαιες, ανδροπρεπείς και πολύ επικίνδυνες για τα ιερά και τα όσια των λαών. Ήταν εύκολη η ρητορική τους όταν γυναίκες της ανώτερης τάξης αρχικά και πολύ γρήγορα γυναίκες από κάθε κοινωνικό στρώμα διαδήλωναν, απεργούσαν, έσπαγαν βιτρίνες και ανυποχώρητες διεκδικούσαν την ορατότητά τους. Ήταν εύκολο το κυρίαρχο ανδροκρατικό σύστημα να υπονομεύσει τους αγώνες που απειλούσαν την εξουσία του. Να εμφανίσει τις γυναίκες ως αντίπαλους στην αρένα της κοινής ανθρώπινης ζωής. Να σπείρει τον φόβο πως από τις φεμινίστριες κινδυνεύει η κοινωνία, κινδυνεύει η ειρήνη, κινδυνεύουν οι θεσμοί, η οικογένεια, η πατρίδα. Και αυτή η αντίληψη ρίζωνε βολικά στο κοινωνικό σύνολο το οποίο γενικά δεν είναι διατεθειμένο να αλλάξει πεποιθήσεις ακόμη και όταν αυτές δυσκολεύουν τη ζωή και βασανίζουν την ύπαρξη.
Μέχρι σήμερα, η διεκδικούμενη μετατόπιση δεν έχει συμβεί. Η κοινωνία, η εργασία αλλά και οι προσωπικές σχέσεις αποτελούν συχνά ένας είδος αρένας, όπου τα φύλα κονταροχτυπιούνται όχι ως συνεργάτες και σύμμαχοι στον αγώνα της ζωής, αλλά ως θανάσιμοι αντίπαλοι για το κυνήγι της εξουσίας. Η αντιπαλότητα αυτή ακόμη και όταν είναι υπόγεια και άρρητη αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διαπαιδαγώγησης, δομικό συστατικό της πατριαρχικής κοινωνίας και συχνά υποβόσκει κρυμμένο, καμουφλαρισμένο πίσω από φιλικές, ερωτικές και προστατευτικές οικογενειακές σχέσεις.
Ξαφνιάζεται η κοινωνία όταν εκδηλώνονται σεξιστικές συμπεριφορές εις βάρος των γυναικών ή ακόμη και γυναικοκτονίες, όμως αληθινά και ουσιαστικά βήματα για την αποφυγή αυτής της βίας, που την αναγνωρίζουμε πια ως έμφυλη βία, δεν έχουν γίνει. Παρόλο που μόνο το 2024 συνέβησαν 16 γυναικοκτονίες στην Ελλάδα, η πολιτεία αρνείται να αναγνωρίσει τον όρο και ούτε τολμά να νομοθετήσει ουσιαστικά μέτρα πρόληψης.
Το ζήτημα βέβαια είναι σύνθετο και οι ρίζες του προβλήματος βαθιές. [1]
“Η έμφυλη βία συναντάται σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης, τον βαθμό πολιτικής σταθερότητας, την κουλτούρα, τη θρησκεία, τόσο στον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό χώρο. Ακραία μορφή έμφυλης βίας αποτελεί η γυναικοκτονία, ως η κορύφωση, κατά κανόνα, μακρόχρονων βίαιων συντροφικών/οικογενειακών σχέσεων. Αιτία της, το βασικό κίνητρο του δράστη, είναι το φύλο του θύματος και συχνά η άρνηση συμμόρφωσής του στις πατριαρχικές επιταγές. Πρόκειται για σεξιστικό, τιμωρητικό έγκλημα, που εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πατριαρχικής πολιτικής επιβολής”.
Μπορούμε να το δούμε πια καθαρά πως, “η απελευθέρωση των γυναικών και των ανδρών δεν είναι σήμερα, όπως συχνά παρουσιάζεται, υπόθεση κυρίως διαφωτισμού, δημιουργίας δηλαδή φωτισμένων συνειδήσεων, γιατί δεν είναι κυρίως θέμα συνείδησης η ανδρική κυριαρχία, αλλά θέμα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.
”Ο αγώνας, επομένως, για μια άλλη θέση της γυναίκας και μια άλλη σχέση με τον άνδρα είναι ένας αγώνας για μια άλλη πολιτική, για ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, και βαθύτερα για έναν ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών συνθηκών που παράγουν και αναπαράγουν τις σχέσεις κυριαρχίας, που πλάθουν και νομιμοποιούν κυρίαρχους και οδηγούν τις κυριαρχούμενες να υιοθετούν απέναντι σε αυτούς και απέναντι στους εαυτούς τους το ίδιο σημείο θέασης που έχουν οι κυρίαρχοι”.
Για όλα αυτά λοιπόν, και επειδή σ’ ένα τέτοιο σημείο βρίσκεται στη χώρα μας σήμερα η θέση της γυναίκας, “εμείς οι γυναίκες συγγραφείς, αισθανόμαστε την ανάγκη με τους τρόπους που διαθέτουμε, την πένα κυρίως και την κοινωνική μας δράση, να συνεισφέρουμε στην προσπάθεια το ζήτημα να έρθει στην επιφάνεια, ώστε περισσότερες γυναίκες να μιλήσουν για το βίωμα της έμφυλης ανισότητας και της έμφυλης βίας, για να κάνουμε το «μίλα μη φοβάσαι» μια πραγματικότητα, τον λόγο της γυναικείας ενδυνάμωσης και χειραφέτησης να γίνει πιο ισχυρός αλλά και τη συντηρητική πολιτεία να προχωρήσει σε θεσμικές αλλαγές που θα απλώνουν ένα δίχτυ προστασίας γύρω από τις γυναίκες που βάλλονται”.
“Έτσι, συγκροτούμε το δίκτυο Γυναίκες Συγγραφείς κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η φωνή της», με κύριο σκοπό να συνδράμουμε στην ανάδειξη και αναγνώριση του φαινομένου της γυναικοκτονίας ως σεξιστικού εγκλήματος και στην ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην έμφυλη βία κάθε μορφής και σήμανσης. Συντασσόμαστε με τα γυναικεία/φεμινιστικά κινήματα, με τις Επιτροπές Ισότητας των Ελληνικών Πανεπιστημίων, με γυναίκες και άντρες πανεπιστημιακούς, εργαζόμενες και εργαζόμενους, νέους και νέες, φοιτήτριες και φοιτητές, δημοσιογράφους, καλλιτέχνιδες και καλλιτέχνες, με ευαισθητοποιημένα ευρύτερα μέλη της κοινωνίας ασχέτως φύλου, μετέχουμε στην Πρωτοβουλία κατά των Γυναικοκτονιών, υπογράφοντας τη σχετική διακήρυξη και αγωνιζόμαστε με όσα μέσα διαθέτουμε για την εξάλειψη κάθε μορφής βίας που συνδέεται με το φύλο”.
“Οι συγγραφείς που είμαστε μέλη του Δικτύου κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της» μπορεί να εκκινούμε από διαφορετικές αφετηρίες, να διαθέτουμε διαφορετικό βαθμό συνειδητοποίησης του ζητήματος, να το αναγνωρίζουμε ως ένα κομμάτι της προσωπικής μας βιογραφίας ή να το βλέπουμε ως πρόβλημα των άλλων γυναικών, να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε με κάποιες μορφές κινητοποίησης για την έκφραση των απόψεών μας, όλες μας όμως καταλαβαίνουμε ότι το θέμα υπάρχει και είναι μείζονος σημασίας”.
Και διαδηλώνουμε την 8 Μάρτη γιατί οι γυναίκες δε χρειαζόμαστε λουλούδια, δώρα και μια ακόμη αφορμή για να κινηθεί η αγορά. Ο αγώνας μας σήμερα είναι αγώνας για την πραγματική ισότητα και δικαιοσύνη. Και πάνω απόλα αγωνιζόμαστε για την εξάλειψη της έμφυλης βίας σε βάρος των γυναικών και για την ειρηνική συνύπραξη των ανθρώπων.
ΣΗΜ.
Παραθέτω αποσπάσματα από τα κείμενα 1. η διακήρυξη του Δικτύου ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΦΥΛΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΟΚΤΟΝΙΩΝ "η φωνή της" και 2. Αλεξάνδρα Μήτσιαλη “Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της έμφυλης βίας: κάτω από την κορυφή του παγόβουνου”. Και τα δυο κείμενα είναι δημοσιευμένα στο blog του δικτύου: 1. ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ https://gynaikessyggrafeis.blogspot.com/2024/03/blog-post.html 2. ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΗΤΣΙΑΛΗ https://gynaikessyggrafeis.blogspot.com/2024/02/blog-post_15.html
Η Ελένη Γούλα γεννήθηκε στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Το πρώτο διήγημά της δημοσιεύτηκε το 1997 στο περιοδικό Big Bang. Έκτοτε οι ιστορίες της κυκλοφορούν σε περιοδικά, ατομικές συλλογές και συλλογικούς τόμους. Έγραψε και ένα βιβλίο-καταγραφή σχολικής εμπειρίας με τον τίτλο, το λαϊκό θέατρο στη Νεότερη Ελλάδα που υπάρχει στην Ανοιχτή βιβλιοθήκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου