Κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της έμφυλης βίας: κάτω από την κορυφή του παγόβουνου, της Αλεξάνδρας Μητσιάλη.

 


Όταν συζητάμε σχετικά με την έμφυλη βία και τις γυναικοκτονίες, θα ήταν χρήσιμο να θυμόμαστε ότι ζούμε μέσα σε έναν κόσμο αλλά και σε μια συγκυρία βυθισμένη σε κάθε μορφή βίας. Δύο από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις της είναι αφενός η βία που ισοπεδώνει λαούς και πολιτισμούς, ο πόλεμος, και αφετέρου η βία η οποία στερεί από εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο τα στοιχειώδη μέσα που θα τους εξασφάλιζαν μια αξιοπρεπή ζωή και τη δυνατότητα να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και να γίνουν αυτό που θα ήθελαν να είναι, οι κοινωνικές ανισότητες.

Κάποιες μορφές βίας φωνάζουν την παρουσία τους, όπως ο πόλεμος, ενώ κάποιες άλλες είναι σιωπηλές, λειτουργούν υποδόρια, και χτίζουν αθέατα τα θεμέλια αυτού που είναι ο κόσμος μας. Αποτελούν αυτό που θα ονομάζαμε δομική ή συστημική βία.

Ζούμε σε μια κοινωνία θεμελιωμένη στα προνόμια των λίγων και στα υφαρπαγμένα δικαιώματα των πολλών, στην οποία όλες οι ταξινομήσεις, οι διακρίσεις, οι σχέσεις κυριαρχίας συνιστούν, παράγουν και αναπαράγουν μια ποικιλόμορφη ανισότητα της οποίας οι βίαιες εκρήξεις είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου που κρύβει τον όγκο της βίας που βρίσκεται από κάτω.

Μιλώντας για την έμφυλη βία, δεν μπορούμε λοιπόν παρά να αναγνωρίσουμε ότι είναι μία από τις μορφές της βίας που συναποτελούν τον βίαιο κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε.

Κάποιες φορές η έμφυλη βία εμφανίζεται σε όλη την αγριότητά της με τη μορφή της φυσικής/σωματικής βίας, ακόμα και της δολοφονίας μιας γυναίκας. Όμως, ακόμα και όταν δε δίνει επεισόδια ικανά να γίνουν πηχυαίοι τίτλοι στα δελτία των ειδήσεων και θέμα συζήτησης στις εκπομπές για τις οποίες το αίμα και το σπέρμα αποτελούν το πιο «ζουμερό» θέαμα, υπάρχει και λειτουργεί εγγεγραμμένη στις δομές της κοινωνίας ως έμφυλη ανισότητα, εγκυμονώντας αυτό που μπορεί ενίοτε να παίρνει τη μορφή της άμεσης βίας.

Αυτή η κρυμμένη βία φωλιάζει και λειτουργεί μέσα σε ένα πλήθος καθημερινών πρακτικών, κινήσεων, χειρονομιών, συμπεριφορών, σε ένα πλήθος απόψεων, ιδεών, σε ένα πλήθος λέξεων, γραμματικών τύπων και συντακτικών δομών, εκφράσεων, μέσα στην τέχνη και κυρίως στη μαζική κουλτούρα (βλ. τραπ, τηλεοπτικές εκπομπές όπως το Bachelor κ.ά.), στην κοσμογονία των θρησκειών και στις κοσμικές ερμηνείες τους, στον λόγο, στα τελετουργικά τους.

Όμως η έμφυλη ανισότητα, η έμφυλη κυριαρχία δεν είναι μόνο ούτε πρωτίστως ιδέες, αντιλήψεις, νοοτροπία, γλώσσα. Είναι πρωτίστως οικονομικές και κοινωνικές δομές που εγγράφονται στα σώματα μέσα από μια μακρά διαδικασία κοινωνικοποίησης και δημιουργούν κοινωνικές θέσεις, προδιαθέσεις, γνωστικά σχήματα πρόσληψης και ερμηνείας της πραγματικότητας και ένα ασυνείδητο, αυτό το «νοήμον δαιμόνιο», όπως το αποκαλεί ο Ίρβιν Γιάλομ στο βιβλίο του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», στο βάθος του οποίου βρίσκονται εγγεγραμμένα τα νοήματα της πατριαρχίας αιώνων, σύμφωνα με τα οποία η διαίρεση των φύλων είναι προφανής και αυτονόητη.

Και βέβαια η έμφυλη ανισότητα βρίσκεται εγκατεστημένη και στον ηγεμονικό λόγο που επιδιώκει να θεωρητικοποιήσει, να φυσικοποιήσει και να δικαιολογήσει την έμπρακτη ανισότητα των καθημερινών σχέσεων και την εκμετάλλευση από την οποία οι κυρίαρχοι αντλούν τη δύναμή τους. Και είναι διαμέσου της επίμονης νομιμοποιημένης και νομιμοποιητικής επανάληψή της, κυρίως από τους θεσμούς από τους οποίους έχουμε πειστεί ότι προέρχεται η γνώση και η αλήθεια, που η έμφυλη ανισότητα γίνεται μέσα στα χρόνια καθολική άποψη, παγιωμένη πίστη, αυτονόητη αλήθεια.

Η οικογένεια με τη γλώσσα της συνήθειας, η εκκλησία με τη γλώσσα της θεόπνευστης αλήθειας, το κράτος με την επίσημη γλώσσα της διδαχής των νόμων, του σχολείου, της δημοσιογραφίας, αναλαμβάνουν τη διαδικασία διαιώνισης της νομιμοποιημένης έμφυλης ανισότητας, που ενώ είναι αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας -ανθρώπινες πράξεις μέσα σε συνθήκες δημιουργημένες από ανθρώπους- παρουσιάζεται ως μέρος μιας φυσικής τάξης πραγμάτων, μιας ανυπέρβλητης βιολογικής καταγωγής.

Από αυτή τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, από αυτή τη μακρά μαθητεία σε «αρετές» όπως η υποχωρητικότητα, η αυταπάρνηση, η σιωπή, το καταχώνιασμα του θυμού διαμορφώνεται μια έμφυλη γυναικεία ταυτότητα που έχει συσταθεί ως κοινωνική ουσία και γι’ αυτό γίνεται αντιληπτή ως πεπρωμένο από τις γυναίκες και τους άντρες.

Αυτή η διαδικασία φυσικοποίησης της έμφυλης ανισότητας και της εγγραφής της στα σώματα των γυναικών είναι και ο κύριος λόγος που οδηγεί τις γυναίκες να συναινούν στην κυριαρχία τους, να εκχωρούν δηλαδή στους άντρες το δικαίωμα να ασκούν πάνω τους την επιβολή τους, αναπαράγοντας και οι ίδιες τις πατριαρχικές συμπεριφορές, ως ερωμένες, ως σύζυγοι, ως μητέρες αγοριών και κοριτσιών, ως πεθερές, ως εργαζόμενες. Αυτός είναι, επίσης, ο κύριος λόγος που απαγκιστρώνονται τόσο δύσκολα από τις κυριαρχικές έμφυλες σχέσεις ή επιστρέφουν σε αυτές ακόμα κι όταν καταλαβαίνουν ότι βασανίζονται ή ότι κινδυνεύουν.

Εγκλωβίζονται οι γυναίκες στα δίχτυα αυτής της αόρατης βίας, της συμβολικής βίας, που τις υποβάλλει με την «υπνωτιστική της δύναμη», όπως θα έλεγε η Βιρτζίνια Γουλφ.

Αυτή η «υπνωτιστική δύναμη» γίνεται τόσο πιο ισχυρή και ικανή να δρα αποπροσανατολιστικά και υπονομευτικά όσο περισσότερο ικανός είναι ο ηγεμονικός λόγος να αποσιωπά ή να δίνει διαφορετικά ονόματα σε αυτή τη βία. Άλλωστε πάντοτε ο ηγεμονικός λόγος ονομάζει βία ή παρουσιάζει ως βία εκείνες τις εκφάνσεις που εξυπηρετεί την εξουσία να αναγνωρίζουμε ως τέτοιες, προκειμένου να παραγνωρίζουμε τη βία που εκπορεύεται από αυτή την ίδια την εξουσία και βρίσκεται εγκαθιδρυμένη βαθιά μέσα στις δομές, δηλαδή στα θεμέλια και στους αρμούς πάνω στους οποίους στηρίζεται αυτό που είναι η ζωή μας.

Βίαιη ονομάζεται, για παράδειγμα, η συμπεριφορά των διαδηλωτών και όχι της αστυνομίας∙ βίαιη ονομάζεται μια οργάνωση που χαρακτηρίζεται τρομοκρατική και όχι ένα κράτος που λειτουργεί καταπιεστικά και κατασταλτικά απέναντι στον λαό του∙ βίαιη ονομάζεται η πολιτική μιας χώρας που διαφοροποιείται από την κυρίαρχη πολιτική της Δύσης και προσπαθεί να προστατέψει τα δικαιώματά της και όχι η πολιτική της Δύσης που συμπεριφέρεται αποικιοκρατικά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου∙ βίαιη ονομάζεται η εκρηκτική συμπεριφορά ενός πολίτη που δεν έχει να φάει και κλέβει ένα καρβέλι ψωμί και όχι η φτώχεια που τον έχει οδηγήσει στην εξαθλίωση.

Η βία θεσμοθετείται και επομένως νομιμοποιείται και ηθικοποιείται όταν εκπορεύεται από την εξουσία, «το κράτος έχει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας», όπως είπε ο Max Beber, ενώ απονομιμοποιείται και αποηθικοποιείται όταν εκφράζεται από τους καταπιεζόμενους.

Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με την ανδροκεντρική θεώρηση του κόσμου. Η βία της πατριαρχικής κοινωνίας είναι μία από αυτές τις μορφές της βίας που για πάρα πολλά χρόνια παραγνωρίστηκαν, αποσιωπήθηκαν, συγκαλύφθηκαν, για να αναγνωρίζεται ως νόμιμη η ανδρική εξουσία.

Έχω την εντύπωση ότι από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό πως η απελευθέρωση των γυναικών και των ανδρών δεν είναι, όπως συχνά παρουσιάζεται, υπόθεση κυρίως διαφωτισμού, δημιουργίας δηλαδή φωτισμένων συνειδήσεων, γιατί δεν είναι κυρίως θέμα συνείδησης η ανδρική κυριαρχία, αλλά θέμα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής.

Ο αγώνας, επομένως, για μια άλλη θέση της γυναίκας και μια άλλη σχέση με τον άνδρα είναι ένας αγώνας για μια άλλη πολιτική, για ένα άλλο θεσμικό πλαίσιο, και βαθύτερα για έναν ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών συνθηκών που παράγουν και αναπαράγουν τις σχέσεις κυριαρχίας, που πλάθουν και νομιμοποιούν κυρίαρχους και οδηγούν τις κυριαρχούμενες να υιοθετούν απέναντι σε αυτούς και απέναντι στους εαυτούς τους το ίδιο σημείο θέασης που έχουν οι κυρίαρχοι.

Οι συγγραφείς που είμαστε μέλη του Δικτύου κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της» μπορεί να εκκινούμε από διαφορετικές αφετηρίες, να διαθέτουμε διαφορετικό βαθμό συνειδητοποίησης του ζητήματος, να το αναγνωρίζουμε ως ένα κομμάτι της προσωπικής μας βιογραφίας ή να το βλέπουμε ως πρόβλημα των άλλων γυναικών, να συμφωνούμε ή να διαφωνούμε με κάποιες μορφές κινητοποίησης για την έκφραση των απόψεών μας, όλες μας όμως καταλαβαίνουμε ότι το θέμα υπάρχει και είναι μείζονος σημασίας.

Υπό το πρίσμα αυτό αισθανόμαστε την ανάγκη με τους τρόπους που διαθέτουμε, την πένα κυρίως και την κοινωνική μας δράση, να συνεισφέρουμε στην προσπάθεια το ζήτημα να έρθει στην επιφάνεια, ώστε περισσότερες γυναίκες να μιλήσουν για το βίωμα της έμφυλης ανισότητας και της έμφυλης βίας, για να κάνουμε το «μίλα μη φοβάσαι» μια πραγματικότητα, τον λόγο της γυναικείας ενδυνάμωσης και χειραφέτησης να γίνει πιο ισχυρός αλλά και τη συντηρητική πολιτεία να προχωρήσει σε θεσμικές αλλαγές που θα απλώνουν ένα δίχτυ προστασίας γύρω από τις γυναίκες που βάλλονται.

Και στο σημείο αυτό, πρέπει να πω ότι βρίσκω το σύνθημα που ακούγεται πάλι τους τελευταίους μήνες στους δρόμους των διαδηλώσεων «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη» να αφορά και το γυναικείο ζήτημα. Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη πραγματική με τον εαυτό μας και μέσα στις έμφυλες σχέσεις μας χωρίς δικαιοσύνη. Και αυτό ακριβώς είναι που μας επιτρέπει να πιστεύουμε ότι αυτή η δικαιοσύνη για την οποία παλεύουμε δεν αφορά μόνο τις γυναίκες αλλά βαθιά και ριζικά τον ίδιο τον άνθρωπο.


#femicide #humanrights #writer


Φωτογραφία: Δανάη Ανεσιάδου

Σχόλια