ΕΚΑΤΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΦΩΝΕΣ (Β΄ τόμος, Η Φωνή της), ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Μαρία Λούκα, Ντοκιμαντερίστρια, σεναριογράφος, δημοσιογράφος

 


«Η αίσθηση ότι γράφεις με την πλάτη στον τοίχο, επειδή είναι επείγον, όχι από επιλογή αλλά επειδή πρέπει, αυτή η αίσθηση της επιβίωσης – από αυτήν είναι φτιαγμένο το ποίημα» γράφει η Ωντρ Λοντρ (Audre Lorde), μια μαύρη γυναίκα, λεσβία, μητέρα, μια σπουδαία μορφή της φεμινιστικής σκέψης. Για τη Λορντ η γραφή δεν αποτελεί μια αποστειρωμένη συγκόλληση λέξεων, μια επίδειξη τεχνικής, ούτε μια διαδικασία αποκομμένη από τα άλγη και τις επιθυμίες τής ζωής. Είναι αδιάσπαστο κομμάτι της πολιτικής πράξης: φέρει τη βιωμένη πραγματικότητα των υποκειμένων που γράφουν και σμιλεύει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης και σχεσιακότητας, εκκινεί από τον πυρήνα του κόσμου και τον επανεπινοεί. Η Λορντ πιστεύει ακράδαντα πως για τις γυναίκες η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια. «Διαμορφώνει την ποιότητα του φωτός μέσα στο οποίο διατρανώνουμε τις ελπίδες και τα όνειρά μας για επιβίωση και αλλαγή, ενός φωτός που πρώτα γίνεται γλώσσα, μετά ιδέα, μετά χειροπιαστή δράση».

Διαβάζοντας τα κείμενα του τόμου Εκατό και είκοσι φωνές, ποιήματα και μικρά πεζά που πραγματεύονται θραυσματικά την πολυτροπικότητα του γυναικείου βιώματος, τη διαγενεακή έμφυλη καταπίεση, τις πολλαπλές μορφές της έμφυλης βίας –ενδοοικογενειακή, σεξουαλική, αποικιοκρατική και γενοκτονική, ρατσιστική–, που επανοικειοποιούνται τις γυναικείες φιγούρες του μύθου και της ιστορίας απαλλαγμένες πλέον από τους πατριαρχικούς ιμάντες, που αντλούν το υλικό τους από τη γυναικεία σωματικότητα και τα αποσιωπημένα της γεγονότα, που κυλούν στις φλέβες τους οι συντριβές και οι αντιστάσεις μιας καθημερινότητας θεμελιωμένης στο σεξισμό, βρίσκω αυτές τις δύο έννοιες που αναφέρει η Ωντρ Λορντ: του επείγοντος και της ανάγκης.

Γράφουν – γράφουμε όντως με την πλάτη στον τοίχο, μια στάση που προκύπτει από τους αδυσώπητους έμφυλους καταναγκασμούς και καταμερισμούς, από τις πατριαρχικές περιφράξεις που συρρικνώνουν τον χώρο στον οποίο μπορούμε να υπάρχουμε, από τα στερεότυπα που αντιμετωπίζουμε σε κάθε μας ανάσα, από το ασήκωτο βάρος της φροντίδας σε όλες της τις διαστάσεις που επωμιζόμαστε για να μη διακυβευτεί η αέναη ροή του κόσμου, από το επώδυνο της επίγνωσης ότι μάλλον είμαστε επιζώσες, ότι πολλές έχουμε υπάρξει θύματα και ότι δεν είμαστε όλες εδώ. Γράφουν – γράφουμε ανάμεσα σε ειδήσεις που καταχωρίζονται στα αστυνομικά συμβάντα, ανάμεσα στην πικρή και ιερή έγνοια να ανακτηθούν τα ονόματα των δολοφονημένων γυναικών, ανάμεσα στη στατιστικοποίηση της οδύνης και της ανισότητας – με τη συνείδηση ότι είμαστε οι ίδιες κλάσματα αυτών των στατιστικών. Υπάρχει μια επιτακτικότητα σ’ αυτό το εγχείρημα της γραφής, είναι η διεκδίκηση τού Λόγου που συνιστά από μόνη της ένα διάβημα αμφισβήτησης της λογοθετικής ανδρικής εξουσίας, μια κίνηση χειραφέτησης καθώς σκάβει τα στρώματα σιωπής και ντροπής για να φτάσει στο ορυχείο του γυναικείου συναισθήματος, ενός σφοδρού και ορμητικού συναισθήματος που απορρέει από «την κοινή συντριπτική κατανόηση του τι σημαίνει να ζεις σε μια πατριαρχική κοινωνία», όπως σημειώνει στη διαυγή της συμπύκνωση η Μάγκι Νέλσον.

Γνωρίζουμε καλά πως η λογοτεχνία δεν αποτελεί ένα ουδετεροποιημένο πεδίο σε σχέση με τις έμφυλες αντιθέσεις. Ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένας φαλκιδευμένος χώρος όπου σφυρηλατείται, επιβεβαιώνεται και αναπαράγεται το έμφυλο προνόμιο. Ο ίδιος ο λογοτεχνικός κανόνας διαμορφώθηκε στη βάση ανδρικών κριτηρίων που όρισαν την «καλή» και «κακή» λογοτεχνία, εξοβελίζοντας τη γυναικεία γραφή σε μια διαβάθμιση μειονεξίας. Οι γυναίκες και οι θηλυκότητες δεν απολαμβάνουν ισότιμη πρόσβαση, αναγνώριση και επιβράβευση του έργου τους. Καλούνται πάντα να μοχθήσουν πολύ περισσότερο, να αποδεικνύουν διαρκώς ότι αξίζουν να συμπεριλαμβάνονται στη λογοτεχνία, να ευθυγραμμίζονται με τις αισθητικές φόρμες των ανδρών συγγραφέων ή αλλιώς να βολεύονται σε περιοριστικές και υποτιμητικές κατηγοριοποιήσεις. Έτσι, οι περισσότερες μεγαλώσαμε με λογοτεχνικές αναπαραστάσεις που σεξουαλικοποιούν και αντικειμενοποιούν το γυναικείο σώμα, που ρομαντικοποιούν και συσκοτίζουν την έμφυλη βία, που είτε αορατοποιούν τις γυναικείες παρουσίες παρουσιάζοντας τες ως συμπληρωματικές ως προς τις αρρενωπότητες και εξαρτώμενες από αυτές, είτε τις δαιμονοποιούν ως «μοχθηρές» και «πανούργες», με αναπαραστάσεις δηλαδή που δεν μας εμπεριέχουν αλλά παίζουν ρόλο στην παραγωγή της κοινωνικής νόρμας. Οπότε, είναι ζωτικής σημασίας για τις γυναίκες να χτίσουν λογοτεχνικές αναπαραστάσεις μέσα στις οποίες θα βρίσκουν τις εαυτές τους. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, λειτουργεί σαν ένα μεγάλο, ευρύχωρο, νοητό «δικό της δωμάτιο» που αποζητούσε η Βιρτζίνια Γουλφ, μια κειμενική τοπογραφία όπου αποκαλύπτονται, συναντιούνται και συνομιλούν οι γλωσσικές και αισθητικές ιδιοσυγκρασίες γυναικών συγγραφέων με όρους εκδήλωσης τού μέχρι πρότινος ανείπωτου και απωθημένου, σε συνθήκες ελευθερίας και αναπολογητικότητας.

Το ενδιαφέρον του τόμου, όμως, δεν αφορά μόνο στο περιεχόμενό του αλλά και στη δομή του, δηλαδή στη συνύπαρξη των γυναικών συγγραφέων, στο συλλογικό πνεύμα που αποπνέει. Γιατί η αλήθεια είναι πως ο βασικός κώδικας με

βάση τον οποίο μας έχουν διδάξει να αντιλαμβανόμαστε η μία την άλλην είναι η καχυποψία και η επιδίωξη του ατομικού διαχωρισμού από τις άλλες γυναίκες. Μάλλον αυτή είναι και η πιο έξοχα φτιαγμένη παγίδα της πατριαρχίας, γιατί υποκινεί τον ανταγωνισμό των γυναικών μεταξύ τους, γιγαντώνοντας τις διαφορές τους καιεκθέτοντάς τες ως αγεφύρωτες και ανεπίλυτες. Αρκετές διανοήτριες του φεμινισμού έχουν σταθεί στη διαβρωτική ισχύ που έχουν στις γυναικείες σχέσεις αυτές οι πεποιθήσεις και στην ανάγκη αποδόμησής τους. Η Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της Ο τρίτος κόσμος των γυναικών αναλύει πως οι γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί να περιμένουν την έγκριση των ανδρών και, σε αντίστιξη, γιατί είναι αναγκαίο «οι γυναίκες να μάθουν να μιλούν μεταξύ τους (...) και να προσεγγίζουν άλλες γυναίκες. Μ’ αυτό τον τρόπο τουλάχιστον, τα λάθη τους θα είναι δικά τους». Το βιβλίο Εκατό και είκοσι φωνές, σε σύμπνοια με τις κριτικές και ζωογόνες επεξεργασίες του φεμινιστικού κινήματος, πατώντας πάνω στην πολύτιμη παράδοση των συλλογικών γυναικείων πειραματισμών, το κάνει πράξη. Δημιουργεί μιαν ανεκτίμητη σύνδεση που χωρίς να αφομοιώνει τις διαφορές, αναδεικνύει τη δυναμική και τον πλουραλισμό της γυναικείας γραφής. Μας ωθεί στο να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να αισθανθούμε η μία την άλλην και, μέσα από μια τέτοια ανταλλαγή δημιουργικότητας και αλληλοσεβασμού, να στοχαστούμε πάνω στην κοινή πηγή του θυμού μας και στον κοινό ορίζοντα της αλλαγής και της αισιοδοξίας ως υποκείμενα Ιστορίας.

ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ

Ντοκιμαντερίστρια,

σεναριογράφος, δημοσιογράφος

 

Β ΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Sister Outsider, Audre Lord, εκδ. Κείμενα, μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου.

Περί Γυναικών, Susan Sontag, εκδ. Gutenberg, μτφρ. ΔανάηΣιώζιου.

Αργοναύτες, Maggie Nelson, εκδ. Αντίποδες, μτφρ. Μαρία Φακίνου.

 

ΕΚΑΤΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΦΩΝΕΣ (Β΄ τόμος, Η Φωνή της), ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Βαρβάρα Ρούσσου, Μόνιμη διδάσκουσα, Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας

 


ΕΚΑΤΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΣΙ ΦΩΝΕΣ: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ «ΦΩΝΗ ΤΗΣ», ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΗ ΦΩΝΗ ΜΑΣ

Εκατό και είκοσι φωνές είναι το δεύτερο βιβλίο της συλλογικότητας-δίκτυο γυναικών «η φωνή της». 120 γυναίκες καταθέτουν τα ειδολογικά ποικίλα λογοτεχνικά κείμενά τους –ποιήματα, μικροδιηγήματα, αποσπάσματα πεζών– άλλα (τα λιγότερα) ήδη εκδομένα, άλλα (η πλειονότητα) γραμμένα ειδικά γι’ αυτό το βιβλίο.

Η απήχηση που πέτυχε ο πρώτος τόμος, με τίτλο το όνομα της συλλογικότητας, πιστοποίησε την ανάγκη της επανάληψης του εγχειρήματος, στηριγμένου στην πίστη για τον επικοινωνιακό χαρακτήρα των λογοτεχνικών κειμένων και για τη δραστικότητα μιας λογοτεχνίας που βασίζεται στην τρέχουσα πραγματικότητα, δεν εθελοτυφλεί στα μείζονα ζητήματα στο όνομα μιας σχεδόν άφυλης οικουμενικότητας ταυτισμένης με την υψηλή λογοτεχνικότητα.

Η ενικότητα του ουσιαστικού και η κτητική αντωνυμία «της» στον τίτλο του πρώτου τόμου (Η φωνή της) δήλωνε ότι η φωνή ανήκει σε θηλυκότητες καιεκφράζει την ανάγκη της συσπείρωσης. Τώρα έγινε πολλαπλασιαστικά Εκατό και είκοσι φωνές διαλαλώντας το άνοιγμα και τη συμμετοχικότητα των γυναικείων φωνών. Αν και, αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα της εκπροσώπησης και των αποκλεισμών, αναδεικνύεται η αναγκαιότητα της συμπεριληπτικότητας που χαρακτηρίζεται από πολλαπλότητα.

Είναι λοιπόν αυτός ο τόμος ένα φεμινιστικό βιβλίο; Τι κάνει ένα λογοτεχνικό βιβλίο, και μάλιστα ένα συλλογικό συγγραφικό εγχείρημα, φεμινιστικό; Είναι το ότι γράφουν 120 γυναίκες, άρα είναι γυναικείο; Τότε, είναι και φεμινιστικό; Είναι οι θεματικές που πραγματεύονται τα ποιήματα και τα πεζά ή το κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο; Ίσως η κριτική, και ιδίως οι άντρες κριτικοί, να θεωρούν ότι αυτά τα ερωτήματα έχουν ήδη απαντηθεί, ο φεμινισμός ως κίνημα πέτυχε τους στόχους του (ποσοστώσεις, ισότητα, νομική κατοχύρωση δικαιωμάτων κ.λπ.) ή ότι ο φεμινισμός των δικαιωμάτων δεν έχει θέση στη σύγχρονη δυτική κοινωνία ή, ακόμη, ότι ο φεμινισμός, όπως και οτιδήποτε πολιτικό, δεν έχει θέση στη λογοτεχνία και συνεπώς περιττεύουν πλέον βιβλία όπως το Εκατό και είκοσι φωνές, που μάλιστα μπορεί να υπονοούν με τον τίτλο ότι χρειάζονται πολλές γυναικείες φωνές για να ακουστούν δυνατότερα. Ακούγεται αληθινά η φωνή των γυναικών τόσο ηχηρή όσο αξίζει και όσο οι καιροί επιβάλλουν να είναι; Γιατί σήμερα έχουν έρθει στο φως εκείνα τα καλά κρυμμένα προσωπικά και οικογενειακά άρρητα που δεν κάνουν απλώς πολιτικό το προσωπικό αλλά επιβεβαιώνουν ότι οι ρίζες της γυναικείας υπόταξης είναι και βαθιές, παλιές και πολύπλοκες. Οι κάθε είδους εξουσιαστικές πρακτικές βίας ήρθαν προ οφθαλμών του κοινωνικού συνόλου αποδεικνύοντας ότι οι κατακτήσεις μακροχρόνιων αγώνων και διεκδικήσεων δεν αποτέλεσαν παρά μόνο μια αρχή και αναδεικνύοντας την ανάγκη να μην υπάρχει καμιά συναίνεση και κυρίως καμιά σιωπή. Η φωνή είναι το αντίθετο στη σιωπή που πολλαπλά βιώσαμε και βιώνουμε, ακόμη και στη λογοτεχνία, με πρακτικές περιθωριοποίησης/ αορατοποίησης φεμινιστικών φωνών και οι Εκατό και είκοσι φωνές, πολλές και βροντόλαλες, επιδιώκουννα τη σπάσουν, για δεύτερη φορά, και να απαντήσουν ότι η στέρηση και άρνηση λόγου, και όλες εκείνες οι πράξεις βίας που καθυπότασσαν τις γυναίκες, υπάρχουν. Αν δηλώνονται με τη λογοτεχνία δεν είναι επειδή πρόκειται για λογοτεχνικά μοτίβα του συρμού που έχουν πρόσκαιρη απήχηση και αποσκοπούν στην εφήμερη συγκίνηση ούτε ο φεμινισμός είναι θεωρία για τον ακαδημαϊκό χώρο και αόριστη αφορμή για διηγήματα και ποιήματα. Αντίθετα, τα διηγήματα και τα ποιήματα, χωρίς να παύουν, όπως πολλοί διατείνονται, να αποτελούν λογοτεχνία, είναι ο λόγος των γυναικείων υποκειμένων που προκύπτει μέσα από το φεμινισμό ως βίωμα και πρακτική.

Τα κείμενα του τόμου λοιπόν:

προέκυψαν από την ανάγκη να προβληθούν οι διαφορετικοί/ασύμμετροι τρόποι των ποικίλων διακρίσεων κατά των γυναικών. Γι’ αυτό μιλούν για βιώματα κυρίως cis θηλυκοτήτων από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, μορφωτικό επίπεδο και εθνικότητες, χρόνους/χώρους (πόλη, ύπαιθρος/επαρχία) και με διαφορετικούς τρόπους εκφρασμένα. Ηέμφαση δίνεται στην υπόταξη και στις ποικίλες μορφές βίας: υποταγή σε στερεότυπα/συμβάσεις συμπεριφοράς/εμφάνισης, γυναικοκτονίες, βιασμό, ενδοοικογενειακή βία, σιωπή των γυναικών που υπηρέτησαν υποταγμένες το αντρικό προνόμιο ζώντας στη μοναξιά, δυσκολία ή ακατόρθωτο διαφυγής από μια κακοποιητική σχέση που με τη σειρά της προκαλεί άλλες δυσκολίες, περιορισμό της σεξουαλικότητας και φίμωση της έκφρασής της, βιολογία ως μοίρα με την επιβολή της μητρότητας, μητρότητα/επιλογή, σχέση μητέρας-κόρης.

δεν αναζητούμε σε αυτά το βίωμα ως αυτοβιογράφηση. Απ’ όποιες θεσιακότητες κι αν γράφονται, ακόμη και με μετέωρο το ερώτημα πόσο μπορούμενα μιλάμε για αυτό που δεν βιώσαμε ή για όποιες δεν είμαστε, με όποιες αναπαραστάσεις κι ανεπιλέγονται εντέλει μένει σαφές ό,τι αυτά τα κείμενα επιχειρούν να δείξουν, δηλ. αυτόπου συχνά αναρωτιόμαστε για όλη τη λογοτεχνία: τι τελικά (μπορεί να) κάνει.

δεν είναι ευχάριστα και διασκεδαστικά. Επειδή αρθρώνονται στη σιωπή και την υποταγή έχουν ως υφολογική βάση τη θλίψη και τον υπόγειο θυμό. Ο χαμηλόφωνος τόνος, το θλιμμένο ύφος είναι εξάλλου ό,τι κληροδοτήθηκε στις γυναίκες ως φυσική (δηλαδή φυσικοποιημένη) έκφραση αφού το υψηλό, μεγαλόφωνο, επαναστατικά οργίλο είχαν ανέκαθεν κατοχυρωθεί στους άντρες, ύφος όμως που οι γυναίκες δημιουργοί χρησιμοποιούν ολοένα και συχνότερα μιλώντας για τη γυναικεία εμπειρία μέσα σε μια αντρική γλώσσα και κοινωνία.

 δεν αναπαράγουν τη θλίψη και την οργή ως συναισθηματική μεμψιμοιρία ή αβάσιμο θυμό αλλά τα αναπλαισιώνουν συνιστώντας μια διαρκή «ενόχληση», συνεχή υπενθύμιση της συνεχιζόμενης ιστορικής αδικίας μέχρι αυτή να πάψει να υπάρχει.

Ως δίκτυο γυναικών, «η φωνή της», δείχνει με τις Εκατό και είκοσι φωνές την κινητικότητα και τη δυναμική του. Έξω από αυτό μπορούμε να ακούσουμε πολλές άλλες φωνές, συλλογικές και μεμονωμένες, που επικεντρώνονται στα ίδια ή σε άλλα ζητήματα από τον ευρύτερο φεμινιστικό χώρο. Ο στόχος για όλες είναι ένας: φωνές δυνατές να έρχονται από παντού.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

Μόνιμη Διδάσκουσα,

Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας

 

"Ο φεμινισμός δεν κυλάει σε - δυτικά - κύματα", της Μαρίας Γκασούκα

 

Όπως είναι γνωστό, η θεωρία για την εξέλιξη της φεμινιστικής σκέψης, των φεμινιστικών κινημάτων και αγώνων υπό τη μορφή κυμάτων είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη και για ορισμένες/ους προσεγγίζεται ως καθολικά αποδεκτή. Συχνά, μάλιστα, λειτουργεί νομιμοποιητικά στο εσωτερικό του φεμινισμού, κατά τη συνηθισμένη επίκληση του δίπολου παράδοση/συντήρηση - πρόοδος. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της θεωρίας αυτής, το πρώτο κύμα συνδέεται με την περίοδο της διεκδίκησης της γυναικείας ψήφου, το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση κ.ά. Το δεύτερο κύμα, που διαμορφώθηκε γύρω από την ιστορική και πάντα επίκαιρη διαπίστωση πως «το προσωπικό είναι πολιτικό», συνδέθηκε στενά με το αίτημα της σεξουαλικής απελευθέρωσης και της αυτοδιάθεσης των θηλυκών σωμάτων, αλλά και ευρύτερων δικαιωμάτων των γυναικών στην οικογένεια, την εργασία, την οικονομία, την πολιτική, την τέχνη και όχι μόνο. Το τρίτο κύμα έθεσε επιτακτικά ζητήματα έμφυλων ταυτοτήτων, εθνοτικότητας κ.λπ.

Σήμερα βρισκόμαστε σε ένα μάλλον νεφελώδες τέταρτο κύμα που εστιάζει σε έναν δικαιωματισμό, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως νέος, σύγχρονος, διαθεματικός, επικεντρώνοντας στον λόγο, τον συμβολισμό κ.ά. Τον τελευταίο μάλιστα καιρό, η νομιμοποιητική επίκληση του 4ου κύματος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα από εκείνες/ους που αντικαθιστούν τον όρο «Γυναίκα» και τα ιστορικά, πολιτικά, ταξικά, έμφυλα αγωνιστικά συμφραζόμενά του με σχήματα ή/και όρους όπως λ.χ. «άτομα με μήτρα/έμμηνα».

Δεν συμφωνώ με την παραπάνω θεωρία, την οποία αφενός βρίσκω εγγενώς προβληματική, αφετέρου ως κατασκευή βαθιά δυτικοκεντρική και δεν είμαι η μόνη που διαφωνεί. Σημαντικές φεμινίστριες όπως η Oyěwùmí, Oyèrónké («The Invention of Women», 1997) και η María Lugones (Coloniality of Gender, 2008) της ασκούν σοβαρή κριτική, την οποία συμμερίζομαι. Και εξηγούμαι γιατί: Προφανώς και υπήρξαν συγκεκριμένες περίοδοι, ιδέες/απόψεις, με δυο λόγια, χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς στην εξέλιξη του φεμινισμού, των αιτημάτων και των διεκδικήσεών του, ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση συνεπάγεται ευθύγραμμη και ενιαία τη συγκεκριμένη πορεία και, φυσικά, ουδέποτε υπήρξε τέτοια. Η θεωρία των φεμινιστικών κυμάτων είναι, παράλληλα, δυτικοκεντρική κατασκευή, η οποία έλκει την καταγωγή της από την ευρωπαϊκή και αμερικανική φεμινιστική σκέψη και τα ανάλογα κινήματα. Αδυνατεί όμως από την εμφάνισή της ήδη να συμπεριλάβει και να εκφράσει τις εμπειρίες, τις προσδοκίες, τις επιδιώξεις κ.λπ. γυναικών άλλων πολιτισμικών υποβάθρων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το γεγονός μάς υπενθυμίζει πως υπάρχουν τόσοι φεμινισμοί όσες και οι διαφορετικές συνθήκες ζωής των γυναικών και οι υλικές και συμβολικές τους ανάγκες, που συγκροτούν αιτήματα και προτεραιότητες συχνά διαφορετικά/ές από αυτά/ές των Δυτικών γυναικών. Ανάγκες και αιτήματα, πιθανά πολύ λιγότερο δικαιωματικού χαρακτήρα, που ίσως και να συνδέονται περισσότερο με την ίδια τους την επιβίωση. Κατά συνέπεια, φεμινιστικές εξηγήσεις περιβαλλόμενες «καθολικότητα» μέσω της «δυτικής αυθεντίας», συχνά αναπαράγουν ιεραρχίες και διακρίσεις στο εσωτερικό της φεμινιστικής σκέψης, αλλά και πρακτικής (παλιές/σύγχρονες, προοδευτικές/αναχρονιστικές κ.ά.). Άλλωστε, ο όρος «κύμα» φαντάζει, έτσι ή αλλιώς, ως φάση προόδου και κατακτήσεων, ολοκλήρωση μιας διαδικασίας που αποτελεί ταυτόχρονα την απαρχή μιας επόμενης. Γνωρίζουμε, ωστόσο, καλά ότι οι φεμινιστικές απόψεις, οι φεμινιστικές δράσεις, οι σχετικοί αγώνες και οι θυσίες που τις/τους συνοδεύουν δεν λειτουργούν διαδοχικά. Συνυπάρχουν, συνδιαλέγονται, διαφωνούν, συμμαχούν και, συχνά, συγκρούονται! Κατά την άποψή μου, δεν είναι δυνατόν η όποιες αναφορές τόσο στη φεμινιστική ιστορία όσο και στον σύγχρονο φεμινισμό να υπονοούν –ή και να εκφράζουν ρητά– μια αρχική αφετηρία και μια ενιαία, υποχρεωτική πορεία.

Αρέσει ή όχι, το ομολογούμε ή όχι, αυτή είναι η δυτική αφετηρία και οι θηλυκές εμπειρίες και μάχες που τη συνόδεψαν ως τις μέρες μας και δυστυχώς αποτελούν το μέτρο αξιολόγησης άλλων αφετηριών και δρόμων, αγώνων διαφορετικών. Και γνωρίζουμε, επίσης, πως οι παραπάνω δυτικοκεντρικές αντιλήψεις οδήγησαν σε ένα είδος «αποικισμού» και προκάλεσαν την αντίδραση και την αυστηρή κριτική άλλων, μη δυτικών φεμινισμών, τη φωνή των οποίων οφείλουμε να ακούσουμε με προσοχή, προκειμένου να συνδιαλλαγούμε μαζί τους, γεγονός που επιτάσσει και την αντίστοιχη αυτοκριτική εκ μέρους μας. Και παραθέτω κάτι που διάβασα και μου άρεσε: «Γιατί ο φεμινισμός δεν κυλά σε κύματα. Κυλά σε ποτάμια, παραπόταμους, καταρράκτες. Και κάποιες φορές, ξεσπά σαν θάλασσα – εκεί που δεν το περιμένει κανείς».

*Ομότιμη καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Αιγαίου


"Ένα κλικ για την Αγάπη", της Ελένης Λιντζαροπούλου

 Δεν μας χρειαζόταν εμάς κανένα αντιρατσιστικό για να μην είμαστε ρατσίστριες, γιατί είχαμε φάει τον ρατσισμό με το κουτάλι. Τουρκόσπορες, ορφανές, χήρες, ζωντοχήρες, παρατημένες, έπρεπε να αποδείξουμε αργότερα οι κόρες και οι εγγονές του τσαγκάρη και της κλωστοϋφάντριας ότι είμαστε κάτι περισσότερο από τις ταμπέλες μας, ότι είμαστε άνθρωποι. Έλα όμως που είχαμε έναν τόσο σκληρό τσαγανό… ένα DNA που δεν το έβαζε κάτω, που άντεχε σε καταστροφές και μικρασίες. Μπολιασμένο με κάτι μανιάτικα σπέρματα, πίστη και ελπίδα και κάτι διώξεις κομμουνιστών προγόνων, όταν αντάμωνε το όμοιο γινόταν αδελφικό. Σπαρτάραγε μέσα στην καρδιά η αγάπη άνευ εθνικότητας.

Έτσι έγινε και με την Ματίλντα. Ήρθε να βοηθά τη μάνα μου καθώς πια δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις δουλειές της. Όχι για πολύ, κάθε δεκαπέντε… νεαρή γυναίκα, κοπέλα, με έφεση στην γνώση, μυαλό σπίρτο, μανούλα δυο κοριτσιών άριστων μαθητριών… Τα λέγανε με την Μαρίτσα σαν φιλενάδες. Νομίζω μοιράζονταν και τα μυστικά τους ψουψουψου…

Ένα πρωί της λέει η Μαρίτσα: Μου έρχεται να σου κάνω μια αγκαλιά…. Κάθε φορά μου έρχεται, σα να είσαι παιδί μου.

Τι έγινε δεν ξέρω. Μόνο την ερχόμενη εβδομάδα που μίλησα με την Ματίλντα μου είπε: Η μάνα σου με έκανε και έκλαψα.

Δεν ξέρω πώς να περιγράψω αλλιώς την εγγύτητα αυτή παρά μόνον με την λέξη αγάπη. Θα το χαλάσω αν πω πολλά λόγια γι’ αυτό θα προσθέσω απλώς ένα «κλικ» 

 ΣΗΜ: Το κείμενο δημοσιεύεται με αφορμή το WORKSHOP Φωτογραφίας, που διοργανώνει το Δίκτυο "η Φωνή της" με συμμετοχή μεταναστριών και μελών του Δικτύου: 

Στέκι Μεταναστών, Τσαμαδού 13, Εξάρχεια. Παρασκευή 20 Ιουνίου, Σάββατο 21 Ιουνίου, Κυριακή 22 Ιουνίου, 18:00-20:00.  

Υπεύθυνη του προγράμματος Όλγα Μπακοπούλου  -  συγγραφέας, φωτογράφος, μέλος του δικτύου. Βοηθός συντονισμού το μέλος του δικτύου και του φεστιβάλ: Ειρήνη Νομικού 

 

Η Ελένη Λιντζαροπούλου είναι θεολόγος και ποιήτρια, συντονίστρια του Δικτύου για τον Πολιτισμό και την Εκπαίδευση στις Φυλακές «Γεώργιος Ζουγανέλης». Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές, μικρά πεζά, μελέτες και βιβλία για παιδιά. Κείμενα της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά, Ισπανικά, Πολωνικά.