"Περήφανες φωνές" Λογοτεχνικό Αφιέρωμα της ΦΩΝΗΣ ΤΗΣ με αφορμή το Pride (14/6/2025).
Το Pride γεννήθηκε από την αντίσταση — όταν, το 1969, μέλη της lgbtq κοινότητας, τρανς γυναίκες, μαύρες και λατίνες θηλυκότητες στάθηκαν απέναντι στην αστυνομική βία. Ύστερα από τα γεγονότα του Stonewall, ξεκίνησε ο παγκόσμιος αγώνας. Από τότε, η υπερηφάνεια δεν είναι μόνο γιορτή, είναι φωνή, μνήμη και διεκδίκηση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σε αυτό το πνεύμα τα μέλη του δικτύου Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ μοιράζονται ιστορίες — αληθινές ή μυθοπλαστικές — που αγγίζουν ζητήματα ταυτότητας, σώματος, επιθυμίας, κοινότητας, αλληλεγγύης, ή ό,τι άλλο συνδέεται με την έννοια της περηφάνειας ως πράξη θηλυκότητας και αντίστασης.
Επιμέλεια αφιερώματος, Ελένη Γούλα
Από μικρή ήθελα να γίνω αστέρι. Κυριολεκτικά. Όταν ήμουν εννιά ο μπαμπάς ήρθε σπίτι με μια τεράστια κούτα. Έσκισα το χαρτί που στόλιζε την ανυπομονησία μου και αντίκρισα ένα τηλεσκόπιο. Να κοιτάς εκεί που θες να φτάσεις γιε μου. Το πρώτο βράδυ δεν ξεκόλλησα το μάτι μου από τον φακό. Σύντομα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά όλους τους αστερισμούς, τους πλανήτες κι ό,τι μπορούσε να ανακαλύψει ένα εννιάχρονο με ένα τηλεσκόπιο και ένα παιδικό βιβλίο αστρονομίας. Χρειάστηκε να σκαλίσω τον κουμπαρά μου για να το αποκτήσω. Μιλούσα για τα αστέρια σε κάθε συζήτηση ώσπου κάποιος να μου πει ευγενικά να σταματήσω, ενώ μέσα του ευχόταν να το βουλώσω. Με φανταζόμουν στο ατελείωτο μαύρο να λάμπω, να εκπληρώνω ευχές με κάθε μου κίνηση, να κάνω τούμπες, σβούρες και φιγούρες. Πίσω μου να αφήνω χρυσό στον ουρανό. Κάποιες φορές, ωστόσο, ήμουν απλά μια πύρινη μπάλα με χέρια και πόδια, κι άλλες είχα μυτερές άκρες. Μερικές φορές ήμουν κανονικό αστέρι, με πιτζάμες και μαλλιά.
Μεγαλώνοντας, αυτή η τρέλα άρχισε να ξεθυμαίνει. Το τηλεσκόπιο έγινε κρεμάστρα για βρώμικα ρούχα και ο φακός του είχε τόση σκόνη όση και ο φυσικός δορυφόρος της γης. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να μένω μόνη στο σπίτι. Θα γυρίσουμε γύρω στις εννιά παλικαράκι μου, μην κάνεις ζαβολιές. Η πόρτα έκλεινε, μετρούσα τα σκαλιά, έβγαινα στο μπαλκόνι, και μόλις άκουγα τη μηχανή του αυτοκινήτου να παίρνει μπρος εκτοξευόμουν στη ντουλάπα της μαμάς. Χάζευα τα χρώματα και άγγιζα τις υφές των υφασμάτων ώσπου έβρισκα εκείνο. Το ένα και μοναδικό φόρεμα που η μάνα μου δεν φορούσε ποτέ, κι ας το είχε χρόνια. Ακούνητο με την καρτέλα του να κρέμεται. Πράσινο βελούδο γλιστρούσε στο σώμα μου, σα να ράφτηκε για εμένα κι ας μου ήταν φαρδύ, τεράστιο. Ήταν τέλειο. Το αγαπούσα πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο, γιατί κρυφά άγγιζε μόνο το δικό μου σώμα. Κοιτώντας στον καθρέφτη έβλεπα εμένα. Εμένα. Όχι εμένα με κάποιο ρούχο που φόραγε η μάνα μου χθες ή προχθές. Εμένα με το φόρεμά μου.
Εννιά παρά δέκα το φόρεμα επέστρεφε στη ντουλάπα κι εγώ με μποξεράκι και φανέλα διάβαζα το βιβλίο μου, ανάποδα, στον καναπέ. Ύστερα γυρνούσαν. Ένα χάδι στα μαλλιά κι ένα φιλί στο μέτωπο. Να σου κάνω ένα αυγό καμάρι μου; Όχι μάνα δεν πεινάω.
Προσπαθούσα να τα πηγαίνω καλά στο σχολείο, να είμαι συνεπής, να συμπεριφέρομαι όπως όλα τα παιδιά, να μην ανησυχήσουν οι δικοί μου, να μην καθίσουν βράδυ στο κρεβάτι μου για να μιλήσουμε, να μην με ρωτήσουν πράγματα που δεν μπορώ να απαντήσω, να μην ακούσουν φήμες ή λέξεις που τρομάζουν. Να είμαι αόρατη. Μια αδιάφορη σκιά, που αποκτά σάρκα και οστά μόνο μέσα στο πράσινο βελούδο, που μέρα με τη μέρα με στρίμωχνε όλο και πιο πολύ. Μέχρι να σκάσω. Το σώμα μου μεγάλωνε, σχηματιζόταν. Γινόταν ξένο. Ασφυκτικό. Το πουλί μου μάκραινε και οι τρίχες μου αγρίευαν. Τα πόδια και οι πλάτες μου φούσκωναν και φούσκωναν ώσπου έγινα μια μπάλα. Μια πύρινη μπάλα με χέρια και πόδια. Καιγόταν ό,τι άγγιζα, μαζί και εγώ. Άρχισα να φλέγομαι, με κάθε λέξη μου να εκρήγνυμαι.
Σχεδίασα ένα μυτερό αστέρι στο πρόσωπο μου. Χώθηκα στο φόρεμα ξεχειλώνοντας τις ραφές του. Έκρυψα ανάμεσα στα πόδια μου ό,τι μου περίσσευε. Έβαλα τα τακούνια της μάνας μου, και μια περούκα. Ήταν η πρώτη φορά που βγήκα από το δωμάτιο ντυμένη η εαυτή μου. Κάθε βήμα αντηχούσε στον διάδρομο του σπιτιού. Τα τακούνια τρυπούσαν το πάτωμα. Η μαμά μαγείρευε και ο μπαμπάς ξεσκόνιζε. Δεν μίλησε κανείς. Μείναμε ακίνητοι να κοιταζόμαστε για ώρες, χρόνια, αιώνες, ώσπου να σβήσουν όλα τα αστέρια και να αναγεννηθούν ξανά από την αρχή μαζί με τον κόσμο, τον κόσμο τους.
Ο μπαμπάς μου γύρισε την πλάτη. Σκυφτός έφυγε προς τον διάδρομο. Η σιωπή του έπνιξε ολόκληρο το σπίτι, τα αυτιά μου βούιζαν. Πήγε στο δωμάτιο και έφερε το τηλεσκόπιο. Το ξεσκόνισε και το έστησε στο μπαλκόνι. Έλα. Θα βρούμε τη θέση σου.
Κόλλησα το μάτι μου στο φακό, και νομίζω κάπου με είδα.
Η Δέσποινα Τόβα γεννήθηκε το 1998 στη Λέσβο. Είναι απόφοιτη του Τμήματος «Αγωγής και Φροντίδας στην πρώιμη παιδική ηλικία» του Πανεπιστήμιου Δυτικής Αττικής. Εργάζεται ως μουσικός παιδαγωγός και πραγματοποιεί εργαστήρια παιδικής λογοτεχνίας. Ποιήματα και πεζά κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή.