«Η αίσθηση ότι γράφεις με την πλάτη στον τοίχο, επειδή είναι επείγον, όχι από επιλογή αλλά επειδή πρέπει, αυτή η αίσθηση της επιβίωσης – από αυτήν είναι φτιαγμένο το ποίημα» γράφει η Ωντρ Λοντρ (Audre Lorde), μια μαύρη γυναίκα, λεσβία, μητέρα, μια σπουδαία μορφή της φεμινιστικής σκέψης. Για τη Λορντ η γραφή δεν αποτελεί μια αποστειρωμένη συγκόλληση λέξεων, μια επίδειξη τεχνικής, ούτε μια διαδικασία αποκομμένη από τα άλγη και τις επιθυμίες τής ζωής. Είναι αδιάσπαστο κομμάτι της πολιτικής πράξης: φέρει τη βιωμένη πραγματικότητα των υποκειμένων που γράφουν και σμιλεύει έναν άλλο τρόπο ύπαρξης και σχεσιακότητας, εκκινεί από τον πυρήνα του κόσμου και τον επανεπινοεί. Η Λορντ πιστεύει ακράδαντα πως για τις γυναίκες η ποίηση δεν είναι πολυτέλεια. «Διαμορφώνει την ποιότητα του φωτός μέσα στο οποίο διατρανώνουμε τις ελπίδες και τα όνειρά μας για επιβίωση και αλλαγή, ενός φωτός που πρώτα γίνεται γλώσσα, μετά ιδέα, μετά χειροπιαστή δράση».
Διαβάζοντας τα κείμενα του τόμου Εκατό και είκοσι φωνές, ποιήματα και μικρά πεζά που πραγματεύονται θραυσματικά την πολυτροπικότητα του γυναικείου βιώματος, τη διαγενεακή έμφυλη καταπίεση, τις πολλαπλές μορφές της έμφυλης βίας –ενδοοικογενειακή, σεξουαλική, αποικιοκρατική και γενοκτονική, ρατσιστική–, που επανοικειοποιούνται τις γυναικείες φιγούρες του μύθου και της ιστορίας απαλλαγμένες πλέον από τους πατριαρχικούς ιμάντες, που αντλούν το υλικό τους από τη γυναικεία σωματικότητα και τα αποσιωπημένα της γεγονότα, που κυλούν στις φλέβες τους οι συντριβές και οι αντιστάσεις μιας καθημερινότητας θεμελιωμένης στο σεξισμό, βρίσκω αυτές τις δύο έννοιες που αναφέρει η Ωντρ Λορντ: του επείγοντος και της ανάγκης.
Γράφουν – γράφουμε όντως με την πλάτη στον τοίχο, μια στάση που προκύπτει από τους αδυσώπητους έμφυλους καταναγκασμούς και καταμερισμούς, από τις πατριαρχικές περιφράξεις που συρρικνώνουν τον χώρο στον οποίο μπορούμε να υπάρχουμε, από τα στερεότυπα που αντιμετωπίζουμε σε κάθε μας ανάσα, από το ασήκωτο βάρος της φροντίδας σε όλες της τις διαστάσεις που επωμιζόμαστε για να μη διακυβευτεί η αέναη ροή του κόσμου, από το επώδυνο της επίγνωσης ότι μάλλον είμαστε επιζώσες, ότι πολλές έχουμε υπάρξει θύματα και ότι δεν είμαστε όλες εδώ. Γράφουν – γράφουμε ανάμεσα σε ειδήσεις που καταχωρίζονται στα αστυνομικά συμβάντα, ανάμεσα στην πικρή και ιερή έγνοια να ανακτηθούν τα ονόματα των δολοφονημένων γυναικών, ανάμεσα στη στατιστικοποίηση της οδύνης και της ανισότητας – με τη συνείδηση ότι είμαστε οι ίδιες κλάσματα αυτών των στατιστικών. Υπάρχει μια επιτακτικότητα σ’ αυτό το εγχείρημα της γραφής, είναι η διεκδίκηση τού Λόγου που συνιστά από μόνη της ένα διάβημα αμφισβήτησης της λογοθετικής ανδρικής εξουσίας, μια κίνηση χειραφέτησης καθώς σκάβει τα στρώματα σιωπής και ντροπής για να φτάσει στο ορυχείο του γυναικείου συναισθήματος, ενός σφοδρού και ορμητικού συναισθήματος που απορρέει από «την κοινή συντριπτική κατανόηση του τι σημαίνει να ζεις σε μια πατριαρχική κοινωνία», όπως σημειώνει στη διαυγή της συμπύκνωση η Μάγκι Νέλσον.
Γνωρίζουμε καλά πως η λογοτεχνία δεν αποτελεί ένα ουδετεροποιημένο πεδίο σε σχέση με τις έμφυλες αντιθέσεις. Ήταν και παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένας φαλκιδευμένος χώρος όπου σφυρηλατείται, επιβεβαιώνεται και αναπαράγεται το έμφυλο προνόμιο. Ο ίδιος ο λογοτεχνικός κανόνας διαμορφώθηκε στη βάση ανδρικών κριτηρίων που όρισαν την «καλή» και «κακή» λογοτεχνία, εξοβελίζοντας τη γυναικεία γραφή σε μια διαβάθμιση μειονεξίας. Οι γυναίκες και οι θηλυκότητες δεν απολαμβάνουν ισότιμη πρόσβαση, αναγνώριση και επιβράβευση του έργου τους. Καλούνται πάντα να μοχθήσουν πολύ περισσότερο, να αποδεικνύουν διαρκώς ότι αξίζουν να συμπεριλαμβάνονται στη λογοτεχνία, να ευθυγραμμίζονται με τις αισθητικές φόρμες των ανδρών συγγραφέων ή αλλιώς να βολεύονται σε περιοριστικές και υποτιμητικές κατηγοριοποιήσεις. Έτσι, οι περισσότερες μεγαλώσαμε με λογοτεχνικές αναπαραστάσεις που σεξουαλικοποιούν και αντικειμενοποιούν το γυναικείο σώμα, που ρομαντικοποιούν και συσκοτίζουν την έμφυλη βία, που είτε αορατοποιούν τις γυναικείες παρουσίες παρουσιάζοντας τες ως συμπληρωματικές ως προς τις αρρενωπότητες και εξαρτώμενες από αυτές, είτε τις δαιμονοποιούν ως «μοχθηρές» και «πανούργες», με αναπαραστάσεις δηλαδή που δεν μας εμπεριέχουν αλλά παίζουν ρόλο στην παραγωγή της κοινωνικής νόρμας. Οπότε, είναι ζωτικής σημασίας για τις γυναίκες να χτίσουν λογοτεχνικές αναπαραστάσεις μέσα στις οποίες θα βρίσκουν τις εαυτές τους. Αυτό το βιβλίο, λοιπόν, λειτουργεί σαν ένα μεγάλο, ευρύχωρο, νοητό «δικό της δωμάτιο» που αποζητούσε η Βιρτζίνια Γουλφ, μια κειμενική τοπογραφία όπου αποκαλύπτονται, συναντιούνται και συνομιλούν οι γλωσσικές και αισθητικές ιδιοσυγκρασίες γυναικών συγγραφέων με όρους εκδήλωσης τού μέχρι πρότινος ανείπωτου και απωθημένου, σε συνθήκες ελευθερίας και αναπολογητικότητας.
Το ενδιαφέρον του τόμου, όμως, δεν αφορά μόνο στο περιεχόμενό του αλλά και στη δομή του, δηλαδή στη συνύπαρξη των γυναικών συγγραφέων, στο συλλογικό πνεύμα που αποπνέει. Γιατί η αλήθεια είναι πως ο βασικός κώδικας με
βάση τον οποίο μας έχουν διδάξει να αντιλαμβανόμαστε η μία την άλλην είναι η καχυποψία και η επιδίωξη του ατομικού διαχωρισμού από τις άλλες γυναίκες. Μάλλον αυτή είναι και η πιο έξοχα φτιαγμένη παγίδα της πατριαρχίας, γιατί υποκινεί τον ανταγωνισμό των γυναικών μεταξύ τους, γιγαντώνοντας τις διαφορές τους καιεκθέτοντάς τες ως αγεφύρωτες και ανεπίλυτες. Αρκετές διανοήτριες του φεμινισμού έχουν σταθεί στη διαβρωτική ισχύ που έχουν στις γυναικείες σχέσεις αυτές οι πεποιθήσεις και στην ανάγκη αποδόμησής τους. Η Σούζαν Σόνταγκ στο δοκίμιό της Ο τρίτος κόσμος των γυναικών αναλύει πως οι γυναίκες έχουν εκπαιδευτεί να περιμένουν την έγκριση των ανδρών και, σε αντίστιξη, γιατί είναι αναγκαίο «οι γυναίκες να μάθουν να μιλούν μεταξύ τους (...) και να προσεγγίζουν άλλες γυναίκες. Μ’ αυτό τον τρόπο τουλάχιστον, τα λάθη τους θα είναι δικά τους». Το βιβλίο Εκατό και είκοσι φωνές, σε σύμπνοια με τις κριτικές και ζωογόνες επεξεργασίες του φεμινιστικού κινήματος, πατώντας πάνω στην πολύτιμη παράδοση των συλλογικών γυναικείων πειραματισμών, το κάνει πράξη. Δημιουργεί μιαν ανεκτίμητη σύνδεση που χωρίς να αφομοιώνει τις διαφορές, αναδεικνύει τη δυναμική και τον πλουραλισμό της γυναικείας γραφής. Μας ωθεί στο να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να αισθανθούμε η μία την άλλην και, μέσα από μια τέτοια ανταλλαγή δημιουργικότητας και αλληλοσεβασμού, να στοχαστούμε πάνω στην κοινή πηγή του θυμού μας και στον κοινό ορίζοντα της αλλαγής και της αισιοδοξίας ως υποκείμενα Ιστορίας.
ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΚΑ
Ντοκιμαντερίστρια,
σεναριογράφος, δημοσιογράφος
Β ΙΒΛ ΙΟΓΡΑΦ ΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Sister Outsider, Audre Lord, εκδ. Κείμενα, μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου.
Περί Γυναικών, Susan Sontag, εκδ. Gutenberg, μτφρ. ΔανάηΣιώζιου.
Αργοναύτες, Maggie Nelson, εκδ. Αντίποδες, μτφρ. Μαρία Φακίνου.