Εκείνο το ηλίθιο πίσω....
Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία —ποιά αμαρτία;—
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας;
Ισμήνη, Γιάννης Ρίτσος
Tα ίδια ξανά και ξανά και ξανά. Και πάλι από την αρχή. Να πονάς, να μην μιλάς, να μιλάς, να παραπονιέσαι, να σιωπάς, να φωνάζεις για βοήθεια, να το βουλώνεις, να ρωτάς, να μην σου απαντά, ν` απαντάς μόνη σου, να κλαις, να ουρλιάζεις, να βουβαίνεσαι από τον πόνο κι αυτό το γιατί, αυτή τη μικρή λέξη που έχει γίνει η μόνη λέξη, η πιο σημαντική λέξη, η πιο αδιάφορη λέξη, το γιατί που έρχεται από το βάθος, από το στομάχι σου που ανακατεύεται, από το μυαλό σου που ανακατεύεται, από τα χείλη σου που κλείνουν, ανοίγουν, ρουφούν τον αέρα που τους κόβουν ή σφίγγονται να μην αφήσουν αέρα να πάει χαμένος, κι αυτό το γιατί συνεχίζει να μπαινοβγαίνει ανενόχλητο, προσβλητικό, αναπάντητο, μολυσμένο από τον πόνο, τα σάλια και το αίμα.
Να κουρνιάζεις σε μια γωνιά, με την ελπίδα να χωρέσει το σώμα σου, μισό-μισό στους δύο τοίχους, να κρυφτεί εκεί, να καλυφθεί η πλάτη, τουλάχιστον τα χτυπήματα να τα βλέπεις όταν είναι να `ρθουν, κι ας μην έχεις διαφυγή, ούτως ή άλλως δεν έχεις, ας έχουν την… εντιμότητα να είναι από μπροστά, να μην είναι ύπουλα, ύπουλα είναι ούτως ή άλλως, πονούν χωρίς να λογαριάζουν, δεν έχουν λόγο, αφού δεν φταις, το λες ότι δεν φταις, το φωνάζεις χίλιες φορές, κάθε φορά, άλλοτε δυνατά, άλλοτε με κραυγές, τώρα τελευταία όλο και σπανιότερα, όλο και πιο σιγά, ανεπαίσθητα, ίσα να μη χάσεις το δικαίωμα να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου, ίσα να λες ότι κάτι έκανες, κάτι είπες, μα το μόνο που έκανες ήταν να κουρνιάσεις σ` αυτή τη γωνιά και να κάνεις τον εαυτό σου πιο εύκολο στόχο, τον μόνο στόχο, τον συνέχεια ίδιο στόχο, για λόγους που δεν καταλαβαίνεις, γι` αυτό το γιατί γίνεται όλο και πιο ανεπαίσθητο, ρουτίνα θαρρείς, μικρή συνήθεια που αρνιέσαι να αλλάξεις, το σύνορο ανάμεσα στη λίγη προσπάθεια, στη λίγη δύναμη που σου έχει απομείνει, και στην άλλη πλευρά, την απόλυτη παράδοση, που δεν θες να έρθει, δεν θες να παραδεχτείς ότι έχει ήδη έρθει, δεν θέλεις να παραδοθείς έτσι απόλυτα.
Τα ίδια ξανά και ξανά και ξανά. Να θες να σηκωθείς, να πας στο ρολόι που είναι πάνω από την τηλεόραση-γιατί το έβαλες εκεί;- ν` αρχίσεις να γυρνάς με μανία τους δείκτες προς τα πίσω, εκείνο το πίσω της αρχής, εκείνο το πίσω των χαμόγελων, των αγγιγμάτων, των υποσχέσεων, εκείνο το ηλίθιο πίσω, που δεν έβλεπες το μπροστά, να πας τους δείκτες εκεί και να δεις τι δεν κατάλαβες, τι δεν μέτρησες, τι δεν υπολόγισες ή – τουλάχιστον- να μουντζώσεις τον εαυτό σου και να τον αναγνωρίσεις - τον εαυτό σου- να ξαναβρείς το πρόσωπό σου χωρίς τα μαύρα απομεινάρια των χεριών του, χωρίς τους μπλαβί κύκλους της αϋπνίας, χωρίς την παραμόρφωση των όμορφων χειλιών σου - είναι τόσο έκφυλα τα χείλη σου - το ξέρεις και το καμαρώνεις, δεν χρειάζεται καν να τα βάψεις, αυτή η καμπυλωτή ομορφιά τους!, δεν τους αντιστέκονται, τα χείλη σου είναι το υπερ-όπλο σου και ξέρεις να το χρησιμοποιείς όταν θέλεις, μόνο όταν θέλεις, και δεν θέλεις συχνά, είσαι υπερήφανη γι` αυτό, που δεν τα χρησιμοποιείς, τότε ήθελες, πριν αρχίσουν οι δείκτες του ρολογιού να γυρίζουν προς τα μπρος, όλο και πιο μπρος, όλο και πιο μετά, κι όσο έκαναν την κυκλική πορεία, ο φαύλος κύκλος σου πλήγωνε τα χείλη, τα ίδια που δαγκώθηκαν, δάγκωσαν, σάλιωσαν, σαλιώθηκαν, ρούφηξαν, ρουφήχτηκαν, απλώθηκαν σε κορμιά, παντού , σε όλο το κορμί, απ` άκρη σ` άκρη, να το ερεθίσουν, να το κατακτήσουν, να το χορτάσουν, αυτά τα ίδια χείλη, τώρα δεν τα θες, τα κατηγορείς ότι φταίνε, γιατί τραβούν, προκαλούν, και ποιός ξέρει τι υποσχέσεις δώσαν που δεν τις κατάλαβες, και μετά -στο τωρινό μετά - δεν έχουν καμπύλες πια, μουτζουρώθηκε το σχήμα τους από τα κακάδια που έρχονται και κάθονται πάνω στις πληγές και δε λεν να φύγουν, μόλις είναι έτοιμα να φύγουν, άλλα καινούρια μπαίνουν στη θέση τους, πιο επίμονα, πιο ρευστά και μέχρι να γίνουν στερεά, πάλι νέες πληγές, και πια θέλεις να σπάσεις τους δείκτες του ρολογιού όσο τους γυρνάς όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα προς τα πίσω, αλλά μετανιώνεις και δεν θες πια το πίσω, δεν έχει νόημα, θες το μπροστά και αντίστροφα γυρίζεις τους δείκτες όλο και πιο γρήγορα, προς τα μπρος, να περάσει ο χρόνος, να κινηθεί προς τα κει που δεν υπάρχει γωνιά να καθίσεις, μισή - μισή πλάτη σε κάθε τοίχο, γυρίζεις τους δείκτες κι αρχίζει να επιστρέφει η καμπύλη στα χείλη, πάλι έκφυλα, επιθυμητά, αλλά μόνο όταν θες, και δεν θες συχνά, τώρα δεν θες καθόλου, φταίνε αυτά τα χείλη λες στον εαυτό σου και λες ψέματα, κάποιον θες να κατηγορήσεις, δεν γίνεται μόνο να σε κατηγορούν.
Τα ίδια ξανά και ξανά και ξανά. Να ντύνεσαι, να γδύνεσαι, να φοράς, να φοριέσαι, να χαμηλώνεις τα τακούνια, δεν γίνεται να είσαι ψηλή, να ψηλώνεις το κορμί σου, δεν γίνεται να είναι οι άλλες ψηλότερες, να μην ξέρεις τι θέλει αυτή τη βραδιά, αυτή τη φορά, αυτή την έξοδο, αυτή τη ζωή, ανοίγεις την ντουλάπα, εκεί μέσα είναι όλες οι στολές μα πώς να μαντέψεις ποια προτιμάει σήμερα, δεν σου λέει ποτέ, μόνο περιμένει καθιστός στο κρεβάτι να επιλέξεις τη σωστή, κι εσύ προσπαθείς από τον καθρέφτη να βρεις στο βλέμμα του τι περιμένει, σχεδόν ποτέ δεν το βρίσκεις, ξέρει να να σε ξεγελά, χίλιους τρόπους ξέρει, έτσι θέλει να γίνει, ν` αποτύχεις, να τον διαψεύσεις, δεν ξέρεις σε τι, αυτός ξέρει όμως κι αυτό έχει σημασία, κι όταν επιτέλους το χέρι σου ακουμπήσει πάνω σε αυτή τη μία και μόνη κρεμάστρα, την επιλογή της βραδιάς, το αφήνεις για λίγο, ξαναβυθίζεσαι στο αντεστραμμένο βλέμμα του και ψάχνεις την ύστατη στιγμή μια υποψία, μια επιβεβαίωση, ένα στοιχείο, δεν βρίσκεις, βγάζεις την κρεμάστρα με αργές κινήσεις, γυρίζεις το σώμα του προς εκείνον, ακόμη κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, οι αγκώνες του ακουμπισμένοι στα γόνατά του, οι παλάμες του χουφτώνουν το πρόσωπό του, το χαμόγελό του, σαρκαστικό, ανυπόμονο σε περιμένει, γυρίζεις το κορμί σου προς το μέρος του, βάζεις την κρεμάστρα μπροστά στο κορμί σου, να, αυτή είναι η σημερινή στολή, καλά έκανα; αυτό ήθελες; το βρήκα; η απάντηση που δεν είναι απάντηση έρχεται, βροντώδης, τελεσίδικη, σου αρπάζει την κρεμάστρα, την πετά κάτω, ποδοπατεί τη στολή και σε πετά στο κρεβάτι, ανεβαίνει πάνω σου και σε ακινητοποιεί, κι αρχίζει, ξανά και ξανά και ξανά τα ίδια λόγια, «πρόστυχη, τσουλάκι, μόνο εγώ σε πηδάω, δικό μου το μουνάκι σου, δική μου κάθε τρύπα σου, θες ε; , θες κι άλλους ε; να σου τον χώνουν και να τους ρουφάς με τα πουτανιάρικα τα χείλια σου, αυτό θες; πες, μίλα», κι εσύ να μην μιλάς γιατί τα χέρια του σου κλείνουν το στόμα, την ίδια στιγμή που σε πηδάει σκληρά για να πονάς, είσαι στεγνή κι αυτός μπαινοβγαίνει, το απολαμβάνει και σου κλείνει το στόμα, τουλάχιστον ας μείνει εκεί, αυτό το αντέχεις, μα συνεχίζει κι όλο και φτιάχνεται μ` αυτά που λέει, «σ` αρέσει ε; καυλώνεις ε; και κάνεις την παρθένα ε; θα σε πηδήξω μέχρι να ματώσεις και μετά θα φέρω και άλλους να σε πηδήξουν καριολάκι κι εγώ θα βλέπω που θα σε παίρνουν τρεις - τρεις μέχρι να λιποθυμήσεις και τότε πάλι θα συνεχίσουν να σε παίρνουν, πολύ καυλώνω όταν σε ξεσκίζουν κι εσύ κοιτάς το ταβάνι, είναι μεγάλη η κάβλα μου τότε, χύνω συνέχεια και καμιά φορά θέλω να τους σταματήσω για να ξεσκίσω κι εγώ το μουνάκι σου αλλά προτιμώ να βλέπω και όταν δεν αντέχεις πια, σε αναγκάζω να με παίρνεις στο στόμα, και αν δεν το κάνεις, ξέρεις εσύ», και συνεχίζει, συνεχίζει, σε πονάει, ξέρεις ότι δεν θα τα κάνει αυτά που λέει, με τους άλλους, τουλάχιστον όχι αυτό, αλλά τη βρίσκει να σε κατηγορεί και να το φαντάζεται.
Τα ίδια ξανά και ξανά και ξανά. Δεν σταματά, δεν του φτάνει να σε πηδήξει, θέλει να σε ματώσει, να σε πονέσει πολύ, κι αφού τελειώσει, συνεχίζει, κι εσύ δεν μπορείς πια, δεν αντέχεις άλλο, δεν φωνάζεις, αλλά αυτός θέλει να φωνάξεις, δεν του αρέσει που δεν λες κουβέντα πια, του αρέσει να τον παρακαλάς να σταματήσει, να κλαις, να του υπόσχεσαι ότι θα γίνεις καλό κορίτσι, θα γίνεις ό,τι θέλει εκείνος, όπως θέλει εκείνος, απλά να σου πει τι θέλει, και δος του να τον ικετεύεις κι αυτός συνεχίζει, μα δεν ικετεύεις πια, ούτε αυτό δεν θέλεις να κάνεις, δεν έχει νόημα, θα συνεχίσει, κι είναι μια μικρή πράξη αντίστασης αυτό, χαίρεσαι που αντέχεις να το κάνεις, πας μόνη στην γωνία και κουρνιάζεις μέχρι να σε βρει η μύτη από το παπούτσι, σε όποιο σημείο αφήσουν ακάλυπτο τα χέρια σου.
Σήμερα τα χέρια σου δεν καλύπτουν τίποτε, είναι κρυμμένα πίσω από την πλάτη σου, εκείνος σου ρίχνει τα πρώτα χτυπήματα και μετά σταματά, απορεί, χαμογελά, τον φτιάχνει αυτή η παραίτηση, σκύβει, γονατίζει, κάνει γροθιές τις παλάμες του, σηκώνει τα μανίκια, σε κοιτά και χαμογελά, τον κοιτάς κι εσύ, το χέρι του, το δεξί, πηγαίνει προς τα πίσω όπως οι δείχτες του ρολογιού που γυρίζεις όλο και πιο πίσω, όλο και πιο πίσω, αλλά το δικό σου τώρα πηγαίνει μπροστά όπως οι δείκτες του ρολογιού που γυρίζεις όλο και πιο μπρος, όλο και πιο μπρος, κι όσο τα χέρια σας χορεύουν, εκείνου προς τα πίσω, εσένα προς τα μπρός, το μαχαίρι καρφώνεται στο αριστερό του μάτι, το χέρι του πια δεν έρχεται προς τα σένα, πάει προς το μάτι, και τα χείλια του φωνάζουν, τσιρίζουν, βρίζουν, το δεξί του χέρι πάλι παίρνει φόρα, το δικό σου δεν σταματά και καρφώνει ό,τι βρει, ό,τι προλάβει πηγαίνοντας τους δείκτες του ρολογιού όλο και πιο μπρος όλο και πιο μπρος μέχρι που....
Αφήνεις το σώμα του όρθιο στη γωνία. Να κουρνιάσει η πλάτη μισή-μισή σε κάθε τοίχο....
Η Έλενα Χουσνή γεννήθηκε στην Πέλλα ενώ σήμερα ζει στη Σάμο. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στις εφημερίδες «Έθνος» και «Έθνος της Κυριακής», ως υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, ως επικεφαλής του Γραφείου Ευρωπαϊκής Πληροφόρησης Europe Direct Βορείου Αιγαίου, ως Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης Δήμου Σάμου ενώ σήμερα εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Σάμου. Διηγήματά της έχουν φιλοξενηθεί σε συλλογικά έργα. Το βιβλίο της «Άλικο σαν το...Αίμα» έλαβε το Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (2012). Από την ΠΕΛ, εξ άλλου, έχει βραβευθεί με το Α΄ Βραβείο Θεατρικού Έργου (2009) και με το Γ΄ Βραβείο Μυθιστορήματος (2009). Έχει λάβει διακρίσεις και βραβεία σε πολλούς πανελλήνιους διαγωνισμούς.
Το 2014 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο «Στα άδυτα.. των δυτών» από τις εκδόσεις Δίαυλος ενώ τον Ιανουάριο του 2015 έγινε μέλος της ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) . To 2016 εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο της «Χρυσή Εκδίκηση» από τις εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησαν «Το παιδί με τη Ριγέ Μπλούζα» (2017), «Καταραμένες Πολιτείες» (2018), «Κλίμακα F» (2019) και «Παγωμένο Νερό» (2020). Το 2021 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Τι κάνεις ρε;» από τις εκδόσεις ΚΥΦΑΝΤΑ σε συνεργασία με τον Άντυ Βρόσγο και το 2023 το τελευταίο της βιβλίο «Τέταρτος Τοίχος».
Η Έλενα Χουσνή έχει γράψει επίσης το σενάριο και έχει κάνει την παραγωγή σε 3 ταινίες μικρού μήκους σε συνεργασία το Τμήμα Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι («Dark Sea, 2022», «Tiropita, 2023», «Ιce cold water, 2023 στηριγμένο στο βιβλίο της Παγωμένο Νερό») .Το 2022 ήταν υπεύθυνη παραγωγής στα γυρίσματα της ταινίας μεγάλου μήκους «Γυάλα» του Κώστα Φραγκούλη που προβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2023 στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Επίσης είναι μέλος του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου