sui campi, sulle valli, sui monti, sulle rupi,
entro i torrenti, sui mari…
Κι όσες γλιτώσανε από τον ξελοθρεμό
ανεβαίναν στην Αθήνα να τις θρέψουνε
όχι ψωμί μηδέ τυρί
για ψίχαλο
μα μνήμη κι αδελφότη.
Απλώναν τα χέρια τους τα βράδια
γιατί δεν ήταν μαθημένες να γυρίζουσιν τις στράτες να τις βιγλά το φως του ήλιου
να διακονεύουσιν
είχαν πορτοκαλιές στον τόπο τους και χαρουπιές και πεδιάδες και βουνά
παιδιά κι αντράδες είχασιν
δοχεία πήλινα, χαρτζιά και δεξαμενές για να ποτίζουσιν
τα ζωντανά
ώσπου οι μιναρέδες πόλλυναν
κι εβγαίναν μέρα και δείλι και πρωί πριχού ήλιος να φέξει
κι απλώναν χεροπάλαμα
και δεν προσμέναν το σκοτάδι
και δεν εντρέπουνταν.
Kρεμιόνταν στα καμπαναριά
ελύναν τα μαλλιά τους
ανηφορίζαν τα βουνά
χυμούσαν στα κατώγια
γεμίζανε τα τρίστρατα και τα καντούνια
έβαζαν το δεξί τους χέρι στο στήθος
και προσμένανε.
Η Γυναίκα τις είδε να έρχονται μπουλούκι από μακριά
από την κομοδιτά
της κατοικιάς της:
«Τι ορίζετε κυράδες;»
(Kαι να την πουν μουσκοκαρφιά, μουσκοκαρφιά λυγίζει)
Ξένες σε ξένο τόπο ήσανε κι ας το λαλούν πατρίδα.
Eσκύψαν, προσκυνήσασιν, σγιαν πρέπει, σγιαν αξίζει.
Και μια μικρή μικρούτσικη
που περιγράφει ό,τι στοχάζεται
δίχως να κάνει ταραχή
για τα σπλάχνα του ανθρώπου
και για κάτι υπόθεσες
πυρωμένη
μιμούμενη το κίνημα ενός χεριού που δεν υπήρχε πια (dipingerla)
μετρώντας στην παλάμη της τα πέντε δάχτυλα
οπού επερισσεύαν των δικαίων
οπού εγνωρίζαν το βουνό
διάβαζε στα τεφτέρια της Γυναικός
που κράταε στο αριστερό της χέρι πένα
«Carrasco» «προσφυγόπουλα» «Floyd» «Παλαιστίνη»
κι όλες εκείνες τις μεγάλες πορείες που τεκταίνονται
και σχίζουν τα ιμάτια
για τα κακά του κόσμου.
Κι είπε: Δεν είναι εφιάλτης, είναι είδηση στις πρωινές ειδήσεις: “...μπροστά από το Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου δημιουργούν κήπο για τσάι...”
Παρλάτα την αντίκοψε: «Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσατε, αλλά, από εκείνο που ακούω,
η γλώσσα σάς έμεινε».
Κι οι ουρανοί ραγίσθηκαν.
Κι οι ποταμοί στραγγίσαν.
Κι ακούστηκε από το Μισολόγγι ίδιος σεισμός σαν τώρα.
Ελληνικά δάκρυα αρχέγονα σωρεύτηκαν να στάξουν
αλλά εμετανώσαν και την άφηκαν
για το μίσος που είχε του κόσμου.
(Οι γυναίκες στρώνονται στ’ ακρογιάλι. Γίνεται μεγάλη σιωπή. Μια κόρη μικρή αδειάζει τη σοδειά της στην άμμο. Της κλείνουν το στόμα. Ο θεατής παρατηρεί τις γυναίκες προσεκτικά πίσω από έναν φράχτη. Τα μάτια του σταματούν στον αέρα. Η ψυχή του ίσως νικάει, ίσως πέφτει.)
Δήμητρα Δημητρίου, Αγωνίες (Αθήνα: Σμίλη, 2023)
Τρίπτυχο της Ηρούς Κανακάκη
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου