Στη βαλίτσα
της Ισμήνης Παφίτη
Το διήγημα "Στη βαλίτσα" διακρίθηκε στον 2ο ετήσιο Διαγωνισμό Διηγήματος του κυπριακού πολιτιστικού περιοδικού ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, το οποίο κυκλοφορεί ανελλιπώς από το 1959 και δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 360 (Άνοιξη 2024).
Γράφτηκε εις μνήμην των θυμάτων του θεσμικού και έμφυλου ρατσισμού και του "Ορέστη", του κατά συρροήν Κύπριου δολοφόνου αλλοδαπών γυναικών και κοριτσιών, του οποίου η δράση άρχισε να αποκαλύπτεται τον Απρίλιο του 2019.
Για τις:
-Μαίρη Ρόουζ και την 6χρονη κόρη της Σιέρα, από τις Φιλιππίνες
- Αριάν Παλάνας Λοζάνο, από τις Φιλιππίνες
- Ασμίτα Κάτχα Μπίστα, από το Νεπάλ
-Λιβία Μπουένα και την 8χρονη κόρη της Έλενα, από τη Ρουμανία
- Μαρικάρ Βαλντέζ, από τις Φιλιππίνες
Δεν ξεχνούμε.
Όταν ήρθαν να της πουν πως της βρήκαν, επιτέλους, δουλειά στην Ευρώπη, ένωσε τις παλάμες μπροστά στο μικρό της στήθος σαν σε προσευχή και έσκυψε προς τα μπρος σχεδόν σε ορθή γωνία για να τους δείξει πόσο βαθιά ήταν η ευγνωμοσύνη της.
Κι όσο της εξηγούσαν τη διαδικασία και τις λεπτομέρειες της αναχώρησής της, προσπαθούσε μετά βίας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Είχε μάθει συνειρμικά από μικρή, από μωρό σχεδόν, πως το υγρό που βγαίνει απ’ τα μάτια όταν η ψυχή πονά, μπορεί να προκαλέσει την οργή του απέναντί της. Ναι, ο πατέρας της, της το είχε μάθει καλά αυτό…
Έσφιγγε λοιπόν τους μυς του προσώπου, αν και τα δάκρυα που πάσχιζαν να της βρέξουν τα μάγουλα, δεν ήταν η υγροποίηση της απελπισίας αλλά της συγκίνησης, γιατί κάποιο αόρατο, σωτήριο χέρι είχε έρθει να την τραβήξει από αυτό το σκοτεινό «λαγούμι» όπου ζούσε εδώ και εικοσιτρία τόσα χρόνια.
Δεν είχε ακούσει σχεδόν τίποτα απ’ όσα της έλεγαν, στα αυτιά της ηχούσε ένα βουητό καθώς ένιωθε το εσωτερικό του κρανίου της να κοχλάζει. Στο μυαλό της προβάλλονταν με ταχύτητα, εικόνες από τη μελλοντική της ζωή όπως την είχε ονειρευτεί: άλλη χώρα, άλλος αέρας, νέο περιβάλλον, καινούργιες γνωριμίες, ελευθερία... Ελευθερία! Σαν σφήνες που της τρυπούσαν την καρδιά όμως, σαν παράσιτα, περνούσαν ανάμεσά τους βιώματα που την είχαν σημαδέψει σαν καυτό σίδερο. Η ανέχεια, η σωματική και λεκτική κακοποίηση, το βουβό, άνυδρο κλάμα, ο μόνιμος κόμπος στο στομάχι, το σφίξιμο των δοντιών… Η αιμάσσουσα πληγή όμως, ήταν ώρα να κλείσει.
Όταν εκείνοι έφυγαν, η μητέρα της που είχε καταλάβει ότι η κόρη της τόση ώρα ταξίδευε αλλού, ανέλαβε να της ξαναπεί τα όσα θα έπρεπε να διεκπεραιωθούν πριν την αναχώρησή της, η οποία δεν απείχε και πολύ χρονικά. Στο τέλος την αγκάλιασε στιγμιαία, με νοτισμένο βλέμμα.
«Θα πρέπει να βρούμε τη βαλίτσα για να βάλεις μέσα τα πράγματά σου», δήλωσε και σηκώθηκε για να το πράξει.
"Τη βαλίτσα". Τη μεγάλη, καφέ, δερμάτινη βαλίτσα, την οποία είχαν αγοράσει χρόνια πριν από την κεντρική αγορά του χωριού τους, όταν θα μετακόμιζαν αναγκαστικά στη μεγάλη πόλη. Ο πατέρας της είχε χάσει τη δουλειά του στο εργοστάσιο, που θα έκλεινε οριστικά, και έπρεπε να βρει κάτι άλλο. Στη μεγάλη πόλη τού υποσχέθηκαν ότι θα τον έβαζαν υπεύθυνο σε μια αποθήκη… Η βαλίτσα αυτή τότε, χώρεσε τα ρούχα όλης της οικογένειας. Τόσο μεγάλη ήταν. Τόσα λίγα τα υπάρχοντά τους. Τις σπάνιες φορές
ανεμελιάς που έπαιζαν κρυφτό με τον μεγαλύτερο αδερφό της, η αποσκευή αυτή ήταν η καλύτερη κρυψώνα της. Εκείνος, βέβαια, καταλάβαινε πού είχε πάει να κρυφτεί, αλλά πάντα την άφηνε να νικάει.
Έχει καιρό που η βαλίτσα δεν την χωρούσε πια. Χωρούσε όμως μια χαρά τα όνειρα και τα ελάχιστα πράγματά της. Με εκείνην θα ταξίδευε τώρα. Προς τη «χώρα της ελπίδας». Εκεί όπου θα μπορούσε να πετάξει από πάνω της τη θλίψη που κουβαλούσε διαισθητικά μέσα της.
Την ημέρα που θα έφευγε, ο πατέρας της είχε σηκωθεί αχάραγα, όπως πάντα. Ο αδερφός της πήγε στο δωμάτιό της, την ξύπνησε απαλά και την αποχαιρέτισε με ένα φιλί στο μάγουλο. Δεν πρόλαβε να του το ανταποδώσει, τον τράβηξε σαν λάσο η επιτακτική φωνή του πατέρα του που τον καλούσε να φύγουν για τη δουλειά.
Ανακάθισε απορροφώντας τις τελευταίες της στιγμές σ’ εκείνο το παλιό κρεβάτι, σ’ εκείνο το μικρό σπίτι, σ’ εκείνη την πολύχρωμη, θορυβώδη πόλη, σ’ εκείνη την φτωχή χώρα. Σε λίγο άκουσε τη μητέρα της να την καλεί, λέγοντας πως της είχε ετοιμάσει πρωινό! Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που το είχε κάνει ξανά αυτό, μάλλον όταν η ίδια ήταν ακόμη νήπιο… Ντύθηκε, πλύθηκε και πήγε στην κουζίνα. Βρήκε ένα πιάτο με τηγανιτά αυγά στο τραπέζι μαζί με ένα φλυτζάνι καφέ. Η μητέρα της ήταν σκυμμένη στον νεροχύτη. Χωρίς να γυρίσει το πρόσωπο προς εκείνη, τη ρώτησε: «Είσαι έτοιμη;»
«Ναι μητέρα… Ευχαριστώ για το πρωινό…»
«Να προσέχεις εκεί που θα πας. Να μην εμπιστεύεσαι κανέναν! Να προσέχεις κόρη μου… Ειδικά τους άντρες. Οι περισσότεροι θέλουν μόνο ένα πράγμα… Ακούς;» της είπε καθώς ο θόρυβος από τα κατσαρολικά που έπλενε έπνιγε το σπάσιμο της φωνής της.
«Ναι μαμά…» απάντησε και σηκώθηκε βαδίζοντας προς το μέρος της. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε τόσο βαθιά μέσα στα μάτια, που ένιωσε πως μπορούσε να δει την τραυματισμένη ψυχή της. Τα χαμήλωσε μεμιάς.
«Μαμά… Θα μου λείψεις!»
Αγκαλιάστηκαν σφικτά κλαίγοντας η μία στον λαιμό της άλλης με αναφιλητά, μέχρι που κτύπησε η εξώπορτα.
«Είναι ώρα. Η βαλίτσα είναι έτοιμη;»
«Ναι».
«Σκούπισε τα μάτια σου».
Ο ατζέντης τούς καλημέρισε στο κατώφλι και σήκωσε την αποσκευή για να φύγουν. «Μα αυτή είναι σαν πούπουλο χήνας! Είσαι σίγουρη πως έβαλες όλα τα
απαραίτητα;» κάγχασε με το στόμα ανοικτό, αφήνοντας σε κοινή θέα την κίτρινη οδοντοστοιχία του από την οποία έλειπαν κάποια δόντια.
«Ναι, δεν έχω πολλά, ευχαριστώ…» απάντησε εκείνη κοκκινίζοντας.
Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο της πόλης στην οποία θα δούλευε, ήταν σχεδόν μεσημέρι. Ζαλισμένη από την πολύωρη πτήση, ακολουθούσε σαν υπνωτισμένη κάθε προσταγή των υπεύθυνων που συνόδευαν την ίδια και τους υπόλοιπους που ταξίδεψαν απ’ τη χώρα της για τον ίδιο λόγο. Καθώς περίμενε την καφέ βαλίτσα στον φολιδωτό ιμάντα αποσκευών που γύριζε σαν φίδι που αλλάζει δέρμα, την έπιασε ένα ολικό μυρμήγκιασμα στο σώμα, ένα μούδιασμα που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. Έφερε τα οικεία πρόσωπα της μητέρας και του αδερφού της στη σκέψη και κατάπιε έναν λυγμό. Ακόμα και το πρόσωπο του πατέρα της της προκαλούσε συγκίνηση.
Ο τοπικός ατζέντης την πήρε στον τελικό της προορισμό: στην πολυτελή κατοικία όπου θα δούλευε σαν οικιακή βοηθός. Εκεί άφησε την καρδιά της να αναπνεύσει. Οι ένοικοι, τα αφεντικά της, ένας άντρας, μια γυναίκα και δυο αγόρια περίπου 10 και 6 χρονών, την καλωσόρισαν με θέρμη και φαίνονταν αρκετά φιλικοί.
«Do you speak good English?» την ρώτησαν, αν και ήξεραν την απάντηση, αφού το να γνωρίζει αγγλικά ήταν προϋπόθεση για την πρόσληψή της . Ευτυχώς που της τα είχε μάθει η μητέρα της καλύτερης της φίλης , η οποία ήξερε τη γλώσσα λόγω καταγωγής.
«Yes sir», απάντησε σκύβοντας το κεφάλι.
« “Sir και madam” θα τους προσφωνείς», την είχαν δασκαλέψει. «Όλους. Ανεξαιρέτως. Ακόμα και τα παιδιά».
Στις μέρες που ακολούθησαν, ανακάλυψε πως η πρώτη εντύπωση δεν είναι απαραίτητα σωστή. Όλα τα μέλη της οικογένειας για την οποία δούλευε της συμπεριφέρονταν με τρόπο υποτιμητικό. Το ύφος τους ήταν μονίμως διατακτικό, αυστηρό, απαιτούσαν να ανταποκρίνεται αμέσως στο κάλεσμά τους και της έκαναν παρατήρηση αν δεν το έπραττε, έστω και αν αυτό οφειλόταν στις συνθήκες, όπως π.χ. στον θόρυβο της ηλεκτρικής σκούπας που κρατούσε. Την είχαν βάλει να κοιμάται σε έναν ημιυπόγειο χώρο που μύριζε υγρασία, της έδιναν να τρώει ό,τι είχε περισσέψει από τα γεύματα της προηγούμενης μέρας και σίγουρα όχι στο ίδιο τραπέζι με εκείνους. Δούλευε πιο πολλές
ώρες από ό,τι προνοούσε το συμβόλαιό της και το βράδυ έπεφτε εξουθενωμένη στο μικρό της κρεβάτι στραγγισμένη από ενέργεια για να κάνει οτιδήποτε άλλο. Κοιμόταν πάντα στο πλάι με τα πόδια λυγισμένα και την πλάτη κυρτή. Πόσο την ανακούφιζε να μαζεύεται στην ασφάλεια του πυρήνα της όπως όταν ήταν στη μήτρα της μάνας…
Οι Κυριακές όμως ήταν διαφορετικές. Άφηνε τις παντόφλες και τις φόρμες στην άκρη και έβαζε ρούχα φωτεινά, χρωματιστά. Απεκδυόταν τον ρόλο που είχε φορτωθεί και φορούσε τον εαυτό της. Άφηνε λυτά τα εβένινα μαλλιά της και έβαζε κραγιόν. Κοίταζε για μια στιγμή το είδωλό της στον καθρέφτη, όσο για να ταΐσει λίγα ψίχουλα την αθώα της ματαιοδοξία που σιγόβραζε και έφευγε… Ήταν όμορφη, από πάντα ήταν. Έπαιρνε το λεωφορείο και συναντούσε τις φίλες της στο πάρκο, ντυμένες κι εκείνες με τα λουλουδένια φορέματά τους. Αγκαλιάζονταν και με βλέμμα σπινθηροβόλο μιλούσαν ακατάπαυστα, σαν να προσπαθούσαν να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο της βδομάδας που πέρασε ρίχνοντας τις λέξεις σαν σφαίρες πολυβόλου. Γελούσαν δυνατά με το παραμικρό, το αβίαστο γέλιο τους το έπαιρνε ο άνεμος και το ανακάτευε με τα φύλλα των δέντρων.
Μια Κυριακή σαν κι αυτές ήταν που τον είδε. Ψηλός, γοητευτικός, να κάθεται σε ένα παγκάκι και να παρακολουθεί αυτήν και τις άλλες που συζητούσαν τρώγοντας πάνω στο καρό, ασπροκόκκινο σεντόνι που ήταν απλωμένο στο γρασίδι. Οι υπόλοιπες της παρέας τον είχαν επίσης πάρει χαμπάρι, αλλά το βλέμμα του είχε καρφωθεί επίμονα στο μέρος που καθόταν εκείνη, δεν υπήρχε αμφιβολία.
Του έριχνε κλεφτές ματιές καθώς η καρδιά της σκιρτούσε από επιθυμία να είναι η ίδια που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Όταν σηκώθηκε και την πλησίασε, σαν σε αργή κίνηση, οι άλλες παραμέρισαν για να του την αφήσουν διαθέσιμη. Την χαιρέτισε, την ρώτησε το όνομά της και της είπε πως έχει ωραίο χαμόγελο. Μετά έφυγε λέγοντας της πως δεν θέλει να την ενοχλεί, της ευχήθηκε να περάσει όμορφα και την άφησε στην παρέα της που χαχάνιζε από αμηχανία.
Την επόμενη Κυριακή εκείνος ήταν και πάλι εκεί, στο ίδιο παγκάκι, όπως το είχε ευχηθεί για επτά συνεχόμενες νύχτες πριν την πάρει ο ύπνος. Την πλησίασε ξανά χαμογελώντας, της πρότεινε να πάνε μια βόλτα στο πάρκο κι εκείνη δέχτηκε προβάλλοντας στην αρχή κάποιο δισταγμό, ο οποίος νικήθηκε πανηγυρικά από τα σπρωξίματα των φιλενάδων της. Περπατούσαν αργά και εκείνος την κοίταζε στα μάτια, την ρωτούσε πράγματα για τη ζωή της, για την οικογένεια που άφησε πίσω, για τα όνειρά της. Κάθισαν
σε ένα παγκάκι μακριά από τον κόσμο, έβαλε το χέρι του στους ώμους της και καθώς γύρισε πάνω του, τη φίλησε. Το πρώτο της φιλί… Ένιωσε πως μπορούσε να χωρέσει ολόκληρη στην ύπαρξή του, σαν υγρό που το βάζεις σε δοχείο. Όλο της το είναι είχε αποκτήσει μια άλλη υπόσταση, έξω απ’ τα όρια της πραγματικότητας. Και τότε συνειδητοποίησε πως ποτέ ξανά δεν θα ήταν η ίδια.
Την επόμενη εβδομάδα την πήρε σε ένα ξενοδοχείο. Δεν της άρεσαν όλα όσα την έβαζε να κάνει, αλλά ήταν αδύνατον να του αντισταθεί. Ο χρόνος μαζί του έμοιαζε να μην
εφάπτεται με τον υπαρκτό χρόνο γύρω της, μαζί του μεταλλασσόταν σε κάτι απροσδιόριστο. Κι όταν μια μέρα στο σπίτι όπου δούλευε, ο «sir» την γράπωσε από το σαγόνι διότι άργησε να βγάλει τα σκουπίδια με αποτέλεσμα να χάσει το σκουπιδιάρικο, ο ισόβιος πυρήνας της αδύναμης φύσης της κατέρρευσε. Αποφάσισε επί τόπου να τους παρατήσει και να πάει να ζήσει μαζί του.
Την Κυριακή του το ανακοίνωσε αφήνοντας τα δάκρυα χαράς και αγωνίας να τρέξουν ελεύθερα κι ενώ περίμενε να την πάρει αγκαλιά και να φιλήσει τα βρεγμένα από τις αλμυρές σταγόνες χείλη της, εκείνος έμεινε να την κοιτάζει ανέκφραστα, δίχως να της πει κουβέντα. Την οδήγησε απλά στο κρεβάτι και όταν η ερωτική πράξη τελείωσε, δώσανε ραντεβού την ερχόμενη εβδομάδα, αλλά σε κάποιο σπίτι, του οποίου της έδωσε τη διεύθυνση. Θεώρησε πως ήταν το δικό του και πέταξε από χαρά. Την έβαλε να του ορκιστεί στην αγάπη της πως δεν θα πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στη μητέρα, ούτε στις φίλες της, για να μην υπάρξει ενδεχόμενο κάποιος να την προδώσει στους εργοδότες της.
Και επιτέλους η πολυπόθητη μέρα έφτασε. Η οικογένεια για την οποία εργαζόταν θα έφευγε για την καθιερωμένη ολοήμερη Κυριακάτικη εκδρομή και μόλις το αυτοκίνητό τους δεν ακουγόταν πια στον δρόμο, έφυγε κλείνοντας δυνατά την πόρτα.
Την περίμενε στην είσοδο του σπιτιού του οποίου της είχε δώσει τη διεύθυνση. Την είδε να κατεβαίνει από το ταξί, να τον πλησιάζει χαρούμενη κρατώντας στο χέρι μια μεγάλη, καφέ, δερμάτινη, παλιομοδίτικη βαλίτσα και χαμογέλασε στραβώνοντας το χείλος. Στα μάτια του τρεμόπαιζε μια αλλόκοτη, απόκοσμη λάμψη.
Εκείνη έκανε έρωτα μαζί του, μεθυσμένη από την προσμονή του κοινού τους μέλλοντος. Εκείνος ακολουθούσε απλά το σχέδιο.
Κανείς δεν την γύρεψε, παρά μόνο η μάνα, οι φίλες κι οι εργοδότες της. Εκείνοι που όφειλαν να ψάξουν, δεν κάθισαν να ασχοληθούν με την εξαφάνιση μιας αλλοδαπής
γυναίκας, μιας οικιακής βοηθού. Κι όταν την βρήκαν, μετά από καιρό, διπλωμένη στην αγαπημένη της εμβρυική στάση, ήταν βρεγμένη και χλωμή.
…Μόλις που χωρούσε στη μεγάλη, καφέ, δερμάτινη βαλίτσα.
ΤΕΛΟΣ
Η Ισμήνη Παφίτη γεννήθηκε και ζει στην Λευκωσία. Έχει σπουδάσει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και είναι Aρχιτέκτoνας. Ασχολείται με τη συγγραφή τα τελευταία 5 χρόνια και αγαπά οτιδήποτε έχει σχέση με τη δημιουργία.
Το πρώτο της βιβλίο " Ιούνιος στο Κάστρο της Μέντας" περιλήφθηκε στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας Κύπρου για τις εκδόσεις 2021. Περιμένει την έκδοση του δεύτερου της βιβλίου.
Το διήγημά της «Βάλε τελεία» έχει συμπεριληφθεί στον συλλογικό τόμο του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «Η φωνή της» (εκδόσεις Καστανιώτη).
Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Κύπρο και Ελλάδα
Tο ποίημά της "Εν σε ξέρω", σε κυπριακή διάλεκτο, πήρε τη διάκριση "Menzione di Merito" στον Διεθνή διαγωνισμό «Nosside».
Είναι μέλος του δικτύου "Η φωνή της"
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου