«Ο πολιτισμός σε υποχώρηση: Οι Γυναικοκτονίες και οι Θηλυκτονίες», της Μαρίας Γκασούκα

 


Το μπλογκ "η Φωνή της", ξεκινάει από σήμερα ΑΦΙΕΡΩΜΑ στο έργο και τη δράση των μελών του δικτύου. Την ενότητα αυτή, ανοίγει δικαιωματικά η Μαρία Γκασούκα, στην οποία ανήκει και ο πρόλογος του συλλογικού τόμου Η Φωνή της "Φύλο, λογοτεχνία και γυναικεία γραφή". 

Η Μαρία Γκασούκα είναι μια από τις εμπνεύστριες του δικτύου και βασικό μέλος του πυρήνα του. Εδώ μπορείτε να ακούσετε τη συνέντευξή της, όπου μιλάει για το ακτιβιστικό δίκτυο συγγραφέων, "η Φωνή της", ενώ το κείμενο που ακολουθεί εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου στις Βρυξέλες και αφιερώνεται: "Στην ιερή μνήμη της φοιτήτριας της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου Ελένης Τοπαλούδη".

 

Κυρίες και κύριοι, ευρωβουλεύτριες και ευρωβουλευτές, φίλες και φίλοι,

ακραία μορφή έμφυλης βίας αποτελεί η γυναικοκτονία (femicide). Το βασικό κίνητρο μιας γυναικοκτονίας είναι το φύλο του θύματος,  αλλά συχνά και η άρνηση συμμόρφωσής του στα πατριαρχικά προτάγματα (συμμόρφωση/υποταγή), άρνηση που επιτάσσει την τιμωρία του με τον πιο ακραίο τρόπο. Με δυο λόγια, η γυναικοκτονία είναι η θανάτωση των γυναικών από τους άνδρες, αλλά και κάποιες γυναίκες, που λειτουργούν προς όφελος των ανδρών, επειδή είναι γυναίκες. Αφορά όλες τις μορφές και τα είδη σεξιστικής δολοφονίας, ανεξάρτητα από το εάν προκαλούνται από μισογυνισμό, από σεξουαλική ευχαρίστηση ή από την αίσθηση της κυριαρχίας επί των γυναικών και άλλων θηλυκοτήτων. Πρόκειται κατά συνέπεια για ένα σεξιστικό, τιμωρητικό, έγκλημα. Στη χώρα μου χρησιμοποιούμε και τον όρο θηλυκτονία, για να διευρύνουμε το φαινόμενο, καθώς η τελευταία αφορά σε σκόπιμη δολοφονία των θηλυκών βρεφών, λόγω έντονης μεροληψίας γονέων και κοινοτήτων υπέρ των αγοριών και σε βάρος των κοριτσιών. Η γυναικοκτονία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη δολοφονία μιας γυναίκας ως αποτέλεσμα της βίας από τον σύντροφό της ή άλλο μέλος της οικογένειας, τα βασανιστήρια και τον μισογυνιστικό φόνο των γυναικών, όπως και μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας άλλωστε, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο όνομα της λεγόμενης τιμής και άλλων φόνων που σχετίζονται με επιζήμιες πρακτικές σαν αυτές της προίκας, τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο των ένοπλων συγκρούσεων και τις περιπτώσεις θηλυκών εμβρύων και νεογνών εξαιτίας του φύλου τους.

 Στη διεθνή βιβλιογραφία, ιδιαίτερα της Δύσης, η γυναικοκτονία αποδίδεται ως femicide, ενώ στη Λατινική Αμερική, όπου το πρόβλημα λαμβάνει τρομακτικές διαστάσεις, χρησιμοποιείται το femicidio ή/και feminicidio. Ο όρος femicide καταγράφηκε για πρώτη φορά στη νομική ορολογία στην Αγγλία το 1801, για να ορίσει «τη δολοφονία μιας γυναίκας», το 1848 δημοσιεύθηκε στο νομικό λεξικό Wharton και με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείφθηκε. Κατά συνέπεια, δεν πρόκειται για νεολογισμό, όπως κάποιες/οι ισχυρίζονται. Η τρέχουσα χρήση προέκυψε στο πλαίσιο των φεμινιστικών κινημάτων της δεκαετίας του 1970 από φεμινίστριες νομικές που θέλησαν να φωτίσουν έμφυλα και πολιτικά το πλήθος των δολοφονιών με θύματα γυναίκες. Όπως τόνιζαν, έπρεπε να αναγνωριστεί πως πρόκειται για συγκεκριμένη πατριαρχική, σεξιστική πολιτική με εργαλείο τη δολοφονία. Αξίζει να σημειωθεί πως στην Ελλάδα  ο όρος «γυναικοκτονία» δεν χρησιμοποιείται στον νομικό κι ευρύτερα στον δημόσιο λόγο, σε αντίθεση με ανάλογους όρους  (παιδοκτονία, αδελφοκτονία, πατροκτονία κ.λπ.). Στην περίπτωσή της προτιμούνται όροι περιγραφικοί και προφανώς λιγότερο αποκαλυπτικοί ή/και ενοχλητικοί: «θύμα βίας στην οικογένεια», «τη σκότωσε γιατί τη ζήλευε», «έγκλημα πάθους/τιμής» κ.ά., αν και φαίνεται ευκολότερος ο όρος «ανθρωποκτονία», που μπορεί να τα συμπεριλάβει  όλα. Θεωρείται δε ως όρος καταχρηστικός, εφεύρημα εμμονικών, γραφικών αριστερών, νεολογισμός που ως τέτοιος αποκηρύσσεται 

Κατά την άποψή μας, ο όρος femicide ξεπερνάει τη σημασία του εγκλήματος και συμπυκνώνει την αντίσταση στα πολλαπλά είδη της γυναικοκτονίας. Στην ουσία πρόκειται για υποκίνηση σε πολιτιστική αλλαγή, που δεν θα ανέχεται την έμφυλη ανισότητα και βία και δεν θα έχει χώρο γι’ αυτού του είδους τα φαινόμενα. Ο ίδιος ο όρος είναι μια πολιτική ατζέντα, όπως εύστοχα αναφέρεται στη Διακήρυξη της Βιέννης του ΟΗΕ (2013).  

 

Φίλες και φίλοι,

δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως εκτός των άμεσων γυναικοκτονιών έχουμε και τις έμμεσες, που συνήθως είναι οι μισογύνικες οικογενειακές και κοινωνικές πρακτικές (ασιτία, έλλειμμα ιατρικής περίθαλψης, ανασφαλείς εκτρώσεις κ.ά), η ποινικοποίηση της έκτρωσης, ο ακρωτηριασμός των γυναικείων αναπαραγωγικών οργάνων κ.λπ. Πρόκειται για μια εξαιρετικά μακραίωνη και διαπολιτισμική συνήθεια, που συχνά τέμνει τις διάφορες λαϊκές παραδόσεις. Εμείς στα Βαλκάνια τραγουδάμε συχνά τις εντοιχισμένες γυναίκες των γεφυριών του Δούναβη, του Ευφράτη και της Άρτας. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι οπωσδήποτε οι αιώνες της ευρωπαϊκής εποχής της πυράς, στη διάρκεια της οποίας σημειώθηκε πραγματική θηλυκή γενοκτονία, καθώς  χιλιάδες γυναίκες κάηκαν με την κατηγορία της μάγισσας από την ιερά εξέταση, γεγονός που πολύ σπάνια αναφέρεται και λείπει από τη διδακτέα ιστορική ύλη.

Η πλέον διαδεδομένη μορφή γυναικοκτονίας είναι αυτή που διαπράττεται από άνδρα με τον οποίο μία γυναίκα είχε ή διατηρεί στενές σχέσεις (εραστής, σύζυγος συγγενής). Αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 35% όλων των δολοφονιών γυναικών παγκοσμίως. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στις ΗΠΑ αποτελεί το 40-50% των δολοφονιών με θύματα γυναίκες. Επίσης στην ίδια χώρα έχουμε 4 αυτού του είδους δολοφονίες καθημερινά, ενώ η Ινδία αναφέρει 5.000 τον χρόνο. Οι συγκεκριμένοι φόνοι είναι συνήθως η κατάληξη μιας σειράς βίαιων συντροφικών σχέσεων και έντονης οικογενειακής βίας, συμπεριλαμβανομένης της αιμομιξίας, της σεξουαλικής παρενόχλησης, του βιασμού και της κακοποίησης, που κλιμακώνονται με την πάροδο του χρόνου μέσα σε μια σχέση και πιθανόν να οδηγήσουν σε γυναικοκτονία. Ένα από τα κύρια κίνητρα που υποκινούν τους άνδρες να σκοτώσουν είναι οι προσπάθειες για τον έλεγχο και την κατοχή/κυριότητα των γυναικών σύμφωνα με τη θεωρία «του ιδιόκτητου θηλυκού», που ενισχύουν και αναπαράγουν την πατριαρχία.

Στο πλαίσιο των ανωτέρω υπάρχουν και περιπτώσεις γυναικοκτονιών όπου το φύλο εμπλέκεται με την κοινωνική τάξη και τη φυλή, αλλά και την έμφυλη ταυτότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουμε μεγάλο αριθμό δολοφονημένων εκδιδόμενων γυναικών ή γυναικών που εργάζονται σε μπαρ, αλλά και έγχρωμων γυναικών, δολοφονίες που στη μεγάλη τους πλειοψηφία παραμένουν χωρίς διαλεύκανση και φαίνεται να αφήνουν μάλλον αδιάφορες τις αρχές. Είναι ενδεικτική η δήλωση του εκπροσώπου της κυπριακής αστυνομίας, πως οι καταγγελίες για την εξαφάνιση των θυμάτων του κατά συρροή δολοφόνου απλά αρχειοθετήθηκαν και ουδέποτε διερευνήθηκαν. Στην προκειμένη μάλιστα περίπτωση υπήρξε στενός σύνδεσμος σεξισμού και ρατσισμού διαμεσολαβημένου κι από την κοινωνική τάξη των γυναικών που δολοφονήθηκαν (οικιακές βοηθοί από τις Φιλιππίνες). Κι όπως γνωρίζουμε πολύ καλά, η συνάντηση του ρατσισμού με τον σεξισμό δεν επιδρά μόνο στα θύματα, αλλά χαρακτηρίζει και τον τρόπο αντίδρασης της τοπικής κοινωνίας, της αστυνομίας, των ΜΜΕ και του συγκεκριμένου κάθε φορά νομικού συστήματος. Ταυτόχρονα, έχουμε και πολλές δολοφονίες λεσβιών (ομοφοβική δολοφονία/λεσβιοφονία). Αυτών προηγείται κατά κανόνα ο περίφημος «διορθωτικός βιασμός» (Corrective Rape), από τον «μάτσο θύτη», ιδιαίτερης αγριότητας, που τις περισσότερες φορές οδηγεί στο θάνατο. Αιτία είναι οι ξένες και εχθρικές προς την πατριαρχική κουλτούρα σεξουαλικές επιλογές των θυμάτων, αλλά και η επιδίωξη υποταγής και ελέγχου εκείνων των γυναικών, και άλλων θηλυκοτήτων, που δεν τηρούν τους πατριαρχικούς κανόνες, η επιστροφή τους στον «ίσο», ετεροφυλοφιλικό, βαθειά πατριαρχικό πάντοτε, δρόμο. Παράλληλα, υπάρχει το ζήτημα της κατά συρροή γυναικοκτονίας, που είναι τόσο επίκαιρο τον τελευταίο καιρό, εξαιτίας του Κύπριου αξιωματικού. Η κατά συρροή γυναικοκτονία ορίζεται ως «η σεξουαλική,  σαδιστική δολοφονία γυναικών», από την οποία προήλθε και ο όρος «σεξουαλική τρομοκρατία». Διαπράττεται από άντρες και για την επίτευξη σεξουαλικής ικανοποίησης και λόγω μισογυνισμού. Συχνά για την περιγραφή της χρησιμοποιούνται κυρίως από τα ΜΜΕ όροι ουδέτεροι ως προς το φύλο, οι οποίοι συσκοτίζουν την πραγματικότητα, ότι δηλαδή τα θύματα της κατά συρροή γυναικοκτονίας είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες και οι δράστες κυρίως άνδρες. Φυσικά, αν και πάνω από το 90% των κατά συρροή δολοφόνων είναι άνδρες, το 7% περίπου είναι γυναίκες. Ωστόσο, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό ανδρών δολοφόνων έχει σαφή σεξιστικά κίνητρα, οι γυναίκες κατά συρροή δολοφόνοι είναι πολύ λιγότερο πιθανό να επικεντρωθούν αποκλειστικά σε άνδρες ως στόχους επειδή είναι άνδρες, εξαιτίας του φύλου τους.

 

Φίλες και φίλοι,

τα νομικά συστήματα των περισσότερων χωρών αντιμετωπίζουν τους δράστες με επιεική τρόπο, συνεπικουρούμενα από τα ΜΜΕ. Φαίνεται μάλιστα πως, ανεξάρτητα πολιτιστικών και λοιπών παραδόσεων, παραμένει ισχυρή και οικουμενική η πεποίθηση πως οι γυναίκες είναι τελικά υπεύθυνες για τις αποφάσεις και τις ενέργειες των ανδρών. Έτσι εμφανίζεται η αιτιολόγηση πως οι δράστες «οδηγούνται» στο φόνο από την «άκαρδη» γυναίκα που γκρέμισε τον έρωτά τους, της προκλητικής συμπεριφοράς και ένδυσης κ.λπ., αιτιολόγηση που γίνεται αποδεκτή και μειώνει εντυπωσιακά την ποινή. Φυσικά τα ΜΜΕ έχουν αναλάβει τον συγκεκριμένο ρόλο αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του φόνου, όπως φάνηκε με τον πλέον ανατριχιαστικό τρόπο στη χώρα μας στη περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη, κι όπως παρακολουθούμε να προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Κύπριο κατά συρροή δολοφόνο, χαρακτηρίζοντάς τον ως «έξυπνο, πολυσύνθετο χαρακτήρα και καλό αξιωματικό» και τα θύματα «εκ γενετής υποτακτικές Φιλιππινέζες», ενώ στη χειρότερη περίπτωση προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως «μοναδικό στα χρονικά ψυχοπαθολογικό περιστατικό!». Συχνά οι δολοφονίες των εκδιδόμενων, των τρανς, των γυναικών χαμηλού εισοδήματος ή των έγχρωμων γυναικών προσελκύουν λιγότερο το ενδιαφέρον και την προσοχή των μέσων από ότι οι δολοφονίες νεαρών, ευπαρουσίαστων, λευκών, εύπορων γυναικών, συνήθως παντρεμένων, εμπλεκόμενων ή σε σχέσεις με αντίστοιχης εμφάνισης και ταξικής κατάστασης άνδρες της ηλικίας τους. Αντίθετα, τα ίδια νομικά  συστήματα κάθε άλλο παρά πρόθυμα είναι να δεχτούν τον ισχυρισμό περί άμυνας των γυναικών που κατηγορούνται για τη δολοφονία των συντρόφων τους, αν και όλες οι έρευνες αποδεικνύουν πως πραγματικά περισσότερες από τις μισές βρίσκονταν σε κατάσταση άμυνας. Κατά συνέπεια, ένα νομικό  σύστημα συντελεί με τον τρόπο του στη διαιώνιση των δομών που επιτρέπουν τη γυναικοκτονία. Αρνείται ή δεν είναι σε θέση να επικεντρωθεί στον μισογυνισμό των εγκλημάτων, μεταφέρει την ενοχή στα θύματα, αποδέχεται το διπλό πρότυπο ηθικής και τελικά αναδεικνύει και επιβεβαιώνει την αποτυχία του κράτους να προστατέψει τον μισό του πληθυσμό.

Τα τελευταία χρόνια και υπό την πίεση του τεράστιου καταγραμμένου πλέον παγκόσμια αριθμού γυναικοκτονιών, που σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε ο ΟΗΕ μόλις πριν από ένα μήνα για το 2018 με συντηρητικούς υπολογισμούς ξεπερνούν τις 87.000, αναπτύσσεται πλέον διεθνής διάλογος και πραγματοποιείται σωρεία κινητοποιήσεων κυρίως φεμινιστικών και γυναικείων οργανώσεων, για την αντιμετώπιση και αντιστροφή του φαινομένου. Στις κινητοποιήσεις πρωτοστατούν τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, καθώς τα στοιχεία συνηγορούν για τη θηριώδη διάσταση του φαινομένου στις χώρες της. Βέβαια, αρκετές και αρκετοί θεωρούν πως το φαινόμενο της γυναικοκτονίας αναπαράγεται κατεξοχήν στον αναπτυσσόμενο κόσμο και πως η «πολιτισμένη» Ευρώπη το έχει ξεπεράσει προ πολλού. Τα ευρήματα όμως συνηγορούν στο ότι ανθίζει και στο ευρωπαϊκό έδαφος και πως οι αριθμοί είναι τόσο αποκαλυπτικοί όσο και ανησυχητικοί. Το παρακάτω γράφημα προκύπτει από έρευνα της Eurostat που έγινε το 2015 σε είκοσι ευρωπαϊκές χώρες από τις οποίες δυστυχώς απουσίαζαν η Ελλάδα και η Κύπρος. Στις περισσότερες χώρες, ο σύντροφος είναι ο πιο συνηθισμένος δράστης, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις: στη Λιθουανία και τη Βοσνία, η πλειοψηφία των γυναικοκτονιών διαπράττονται από τα θηλυκά μέλη της οικογένειας.

Ωστόσο,  οι όποιες προσπάθειες, ιδιαίτερα καθυστερημένες είναι γεγονός, απέχουν ακόμα από την ολοκληρωμένη οριοθέτηση του προβλήματος. Παρατηρείται σοβαρό έλλειμμα σχετικών δεδομένων, ερευνητικών μεθοδολογιών και εργαλείων, άρα και εκτεταμένων έγκυρων ερευνών, παράλληλα με έλλειμμα άμεσης ή έμμεσης αναγνώρισης και αποδοχής των φόνων ως εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, λόγω του μεγέθους των συγκεκριμένων δολοφονιών, ως εγκλημάτων μίσους με σεξιστικά κίνητρα. Το κοινωνικό-πολιτιστικό πλαίσιο εντός του οποίου διαπράττονται οι γυναικοκτονίες και οι θηλυκτονίες, τα χαρακτηριστικά των δραστών και κυρίως η σχέση θύματος-θύτη είναι που διαφοροποιούν τις γυναικοκτονίες από τις υπόλοιπες ανθρωποκτονίες. Ταυτόχρονα είναι υπαρκτό το έλλειμμα σχετικής ευρείας ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, το έλλειμμα κρατικών λειτουργών ικανών να διερευνούν και να παρεμβαίνουν στην αναχαίτιση της βίας σε όλες της τις εκφάνσεις, ενώ διάχυτη είναι η πεποίθηση της ατιμωρησίας που απολαμβάνουν εξουσιοδοτημένα κρατικά όργανα που ολιγωρούν, παρά την ύπαρξη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον, και στην Ελλάδα, σχετικού θεσμικού πλαισίου που την προβλέπει (λ.χ. Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης). Είναι πάντως γεγονός πως έχει ξεκινήσει η προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου, που ήδη άρχισε να αποτυπώνεται και σε νομικά πλαίσια ως γυναικοκτονία (π.χ. στο Μεξικό) και από φορείς του Δημόσιου Τομέα όπως λ.χ. η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Λονδίνου, η οποία διαμόρφωσε μιαν ιδιαίτερα χρήσιμη «Κλίμακα Αξιολόγησης Κινδύνου». Στην προσπάθεια αυτή εκδηλώσεις σαν την σημερινή συνεισφέρουν ιδιαίτερα και νιώθω την ανάγκη να συγχαρώ την Επιτροπή Γυναικών και ολόκληρο το Ευρωκοινοβούλιο για τη συγκεκριμένη  πρωτοβουλία της επαναλαμβάνοντας πως θα είμαι πάντα στη διάθεσή σας για ανάλογες δραστηριότητες στο μέλλον.

Ευχαριστώ πολύ

 

Η Μαρία Γκασούκα είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Λαογραφίας και Φύλου του Πανεπιστήμιου Αιγαίου και πρώην Αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης-Διευθύντρια του Ινστιτούτου Επιμόρφωσης. Είναι συγγραφέας είκοσι τριών βιβλίων στο πεδίο του Φύλου και του Πολιτισμού. Έχει δημοσιεύσει πλήθος σχετικών επιστημονικών άρθρων στην ελληνική και αγγλική γλώσσα, ενώ κείμενά της έχουν μεταφραστεί στα Τουρκικά και στα Ισπανικά. Έχει σχεδιάσει, υλοποιήσει και αξιολογήσει σημαντικό αριθμό έμφυλων Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και Κοινοτικών Πρωτοβουλιών. Είναι η συντάκτρια του «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2007-2013» της Κυπριακής Δημοκρατίας. Είναι η συγγραφέας μαζί με την καθηγήτρια Μαριάνθη Γεωργαλλίδου των «Οδηγών Χρήσης μη Σεξιστικής Γλώσσας  στα  Δημόσια  Έγγραφα» της Ελλάδας και της Κύπρου. Υπήρξε Πρόεδρος της ομάδας εργασίας του Υπουργείου Εσωτερικών για τη διαμόρφωση του Σ.Ν. για την Ουσιαστική Ισότητα. Είναι Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Παρατηρητήριου Ισότητας Κύπρου (ΠΙΚ), καθώς και εξωτερική συνεργάτρια του EIGE.  Είναι πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και σήμερα επίτιμο μέλος της. Είναι μέλος της Πρωτοβουλίας κατά των Γυναικοκτονιών  και του Δικτύου Γυναικών Συγγραφέων κατά της Έμφυλης Βίας και των Γυναικοκτονιών «η Φωνή της». 

 

Σχόλια